Λεξισκόπιο: παρακμάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ρακ-μά-ζω

Μορφολογία

παρακμάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακμάζωπαρακμάζουμε & παρακμάζομε διαλ.
Βπαρακμάζειςπαρακμάζετε
Γπαρακμάζειπαρακμάζουν & παρακμάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαράκμαζεπαρακμάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήπαρακμάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαράκμασα & παρήκμασα λόγ. παρακμάσαμε
Βπαράκμασες & παρήκμασες λόγ. παρακμάσατε
Γπαράκμασε & παρήκμασε λόγ. παράκμασαν & παρήκμασαν λόγ. & παρακμάσαν προφ. & παρακμάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαρακμάσωπαρακμάσουμε & παρακμάσομε διαλ.
Βπαρακμάσειςπαρακμάσετε
Γπαρακμάσειπαρακμάσουν & παρακμάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπαράκμασεπαρακμάσετε & παρακμάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοπαρακμάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απαράκμαζα & παρήκμαζα λόγ. παρακμάζαμε
Βπαράκμαζες & παρήκμαζες λόγ. παρακμάζατε
Γπαράκμαζε & παρήκμαζε λόγ. παράκμαζαν & παρήκμαζαν λόγ. & παρακμάζαν προφ. & παρακμάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήπαρακμασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

παρακμάζω ρήμ.

Σξεπέφτω1 προφ., υποβαθμίζομαι: Παρακμάζουν οι ισχυρές δυναστείες. Αακμάζω


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.