Λεξισκόπιο: παντογνώστης

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-ντο-γνώ-στης

Μορφολογία

παντογνώστης ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπαντογνώστηςοιπαντογνώστες
Γενικήτουπαντογνώστητωνπαντογνωστών
Αιτιατικήτονπαντογνώστητουςπαντογνώστες
Κλητική παντογνώστη παντογνώστες

παντογνώστρια ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπαντογνώστριαοιπαντογνώστριες
Γενικήτηςπαντογνώστριαςτωνπαντογνωστριών
Αιτιατικήτηνπαντογνώστριατιςπαντογνώστριες
Κλητική παντογνώστρια παντογνώστριες

Συνώνυμα - Αντίθετα

παντογνώστης ουσ.

Σξερόλας προφ.+μειωτ., φωστήρας2

Προθήματα - Επιθήματα

παντο- [pando]

παντ- [pand] πριν από φωνήεν
πανθ- [panθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από το θέμα παντ- του αρχαίου επιθέτου πας (= όλος).

1. Αναφορά σε όλα τα πράγματα

Το παντο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν μία ενέργεια που αφορά όλα τα πρόσωπα ή τα πράγματα που συνδέονται με αυτήν. Για παράδειγμα, ο παντογνώστης είναι αυτός που γνωρίζει τα πάντα· κάτι πανθομολογείται όταν γίνεται αποδεκτό από όλους.

παντογνώστης (θηλ. -τρια)

παντοδύναμος, -η, -ο

πανθομολογούμαι

παντοδυναμία

παντοπωλείο

παντοπώλης (θηλ. -ισσα)

▶ Σπάνια το παντο- χρησιμοποιείται και με επιτατική σημασία. Για παράδειγμα, παντέρημη είναι η εντελώς έρημη χώρα.

παντέρημος, -η, -ο (και προφ. παντέρμος, -η, -ο)

-γνωσ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γνωσ- αναφέρονται στην εμπεριστατωμένη ή επιστημονική γνώση κάποιου θέματος.Το συστατικό -γνωσ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό γνώσις. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-γνωσία [γnosía]

Για παράδειγμα, η πατριδογνωσία είναι η κατοχή γνώσης σχετικά με την πατρίδα· η φυσιογνωσία είναι η κατοχή γνώσης σχετικά με τη φύση και το περιβάλλον.

ανθρωπογνωσία, αρχαιογνωσία, αυτογνωσία, βιβλιογνωσία, γευσιγνωσία, εμπειρογνωσία, θεογνωσία, ιστοριογνωσία, κοσμογνωσία, οινογνωσία, ορυκτογνωσία, παντογνωσία, πατριδογνωσία, πολυγνωσία, τεχνογνωσία, φυσιογνωσία

-γνώστης [γnóstis] (θηλ. -γνώστρια)

Για παράδειγμα, ο ιστοριογνώστης είναι ο άνθρωπος που κατέχει γνώσεις σχετικά με την ιστορία· η βιβλιογνώστρια είναι αυτή που γνωρίζει πολλά για τα βιβλία και τις εκδόσεις τους.

αναγνώστης, ανθρωπογνώστης, αρχαιογνώστης, βιβλιογνώστης, γευσιγνώστης, εθνογνώστης, θεατρογνώστης, ιστοριογνώστης, κοσμογνώστης, οινογνώστης, παντογνώστης, προγνώστης, φυσιογνώστης

Επίθετα

-γνωστικός [γnostikós], -γνωστική, -γνωστικό

Για παράδειγμα, η φυσιογνωστική επιστήμη έχει ως αντικείμενό της τη φυσιογνωσία.

ανθρωπογνωστικός, αρχαιογνωστικός, βιβλιογνωστικός, θεογνωστικός, προγνωστικός, φυσιογνωστικός

-γνωστος [γnostos], -γνωστη, -γνωστο

Για παράδειγμα, ένα κείμενο είναι δυσανάγνωστο όταν διαβάζεται δύσκολα.

άγνωστος, αδιάγνωστος, δυσανάγνωστος, ευανάγνωστος, πασίγνωστος

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.