Λεξισκόπιο: πανικοβάλλω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-νι-κο-βάλ-λω

Μορφολογία

πανικοβάλλω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απανικοβάλλωπανικοβάλλουμε & πανικοβάλλομε διαλ.
Βπανικοβάλλειςπανικοβάλλετε
Γπανικοβάλλειπανικοβάλλουν & πανικοβάλλουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπανικόβαλλεπανικοβάλλετε
Ενεστώτας-Μετοχήπανικοβάλλοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απανικόβαλαπανικοβάλαμε
Βπανικόβαλεςπανικοβάλατε
Γπανικόβαλεπανικόβαλαν & πανικοβάλαν προφ. & πανικοβάλανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απανικοβάλωπανικοβάλουμε & πανικοβάλομε διαλ.
Βπανικοβάλειςπανικοβάλετε
Γπανικοβάλειπανικοβάλουν & πανικοβάλουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπανικόβαλεπανικοβάλετε
Αόριστος-Απαρέμφατοπανικοβάλει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απανικόβαλλαπανικοβάλλαμε
Βπανικόβαλλεςπανικοβάλλατε
Γπανικόβαλλεπανικόβαλλαν & πανικοβάλλαν προφ. & πανικοβάλλανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απανικοβάλλομαιπανικοβαλλόμαστε
Βπανικοβάλλεσαιπανικοβάλλεστε & πανικοβαλλόσαστε προφ.
Γπανικοβάλλεταιπανικοβάλλονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βπανικοβάλλεστε
Ενεστώτας-Μετοχήπανικοβαλλόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απανικοβλήθηκαπανικοβληθήκαμε
Βπανικοβλήθηκεςπανικοβληθήκατε
Γπανικοβλήθηκεπανικοβλήθηκαν & πανικοβληθήκαν προφ. & πανικοβληθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απανικοβληθώπανικοβληθούμε
Βπανικοβληθείςπανικοβληθείτε
Γπανικοβληθείπανικοβληθούν & πανικοβληθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπανικοβλήσουπανικοβληθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοπανικοβληθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απανικοβαλλόμουν & πανικοβαλλόμουνα προφ. πανικοβαλλόμασταν & πανικοβαλλόμαστε
Βπανικοβαλλόσουν & πανικοβαλλόσουνα προφ. πανικοβαλλόσασταν & πανικοβαλλόσαστε προφ.
Γπανικοβαλλόταν & πανικοβαλλότανε προφ. πανικοβάλλονταν & πανικοβαλλόντανε προφ. & πανικοβαλλόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήπανικοβλημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

πανικοβάλλω ρήμ.

Στρομοκρατώ1


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.