Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
πα-λιν-νο-στώ
παλιννοστώ ρήμ. μόνο ενεργητική
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | |||||||||||||
Ενεστώτας-Οριστική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Προστακτική |
| ||||||||||||
Ενεστώτας-Μετοχή | παλιννοστώντας | ||||||||||||
Αόριστος-Οριστική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Υποτακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Προστακτική |
| ||||||||||||
Αόριστος-Απαρέμφατο | παλιννοστήσει | ||||||||||||
Παρατατικός-Οριστική |
|
παλιννοστώ ρήμ.
Σ: επαναπατρίζομαι Α: μεταναστεύω
παλιν- [palin]
παλίν- [palín] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
παλι- [pali] όταν η λέξη είναι αντιδάνειο
παλιγ- [paliŋ] και παλίγ- [palíŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
παλιμ- [palim] και παλίμ- [palím] πριν από /β/, /μ/, /π/, /ψ/ ή /φ/
παλιλ- [palil] και παλίλ- [palíl] πριν από /λ/
παλιρ- [palir] και παλίρ- [palír] πριν από /ρ/
Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα πάλιν (= πάλι).
1. Επαναφορά
Το παλιν- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν επαναφορά σε μία προηγούμενη κατάσταση μετά από μακρόχρονη απουσία ή διακοπή. Για παράδειγμα, ένας ενήλικος παθαίνει παλιμπαιδισμό όταν συμπεριφέρεται σαν παιδί.
παλιγγενεσία | παλιμπαιδίζω |
παλιμπαιδισμός | παλιννοστώ |
παλιννόστηση | παλινορθώνω |
παλινόρθωση |
2. Επανάληψη, περιοδικότητα
Το παλιν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν διαρκή επανάληψη είτε κατά μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή είτε κατά διαδοχικές χρονικές στιγμές. Για παράδειγμα, όταν κανείς παλιλλογεί, τότε επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια λόγια· η παλίρροια είναι η διαδοχική ανάβαση και κατάβαση της στάθμης της θάλασσας ανά περιοδικά χρονικά διαστήματα.
παλιλλογία | παλινδρομικός, -ή, -ό | παλιλλογώ |
παλινδικία | παλιρροϊκός, -ή, -ό | παλινδρομώ |
παλινδρόμηση | ||
παλινωδία | ||
παλίρροια |
Λέξεις με άλλες σημασίες
Η λέξη παλίσανδρο (= είδος ξύλου) προέρχεται από γλώσσα ιθαγενών της Αμερικής.
9 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επανάληψη βλ. ανα-*, επανα-*, ξανα-*, ματα-*.