Λεξισκόπιο: πέθανε

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πέ-θα-νε

Μορφολογία

πεθαίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεθαίνωπεθαίνουμε & πεθαίνομε διαλ.
Βπεθαίνειςπεθαίνετε
Γπεθαίνειπεθαίνουν & πεθαίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπέθαινεπεθαίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήπεθαίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απέθαναπεθάναμε
Βπέθανεςπεθάνατε
Γπέθανεπέθαναν & πεθάναν προφ. & πεθάνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απεθάνωπεθάνουμε & πεθάνομε διαλ.
Βπεθάνειςπεθάνετε
Γπεθάνειπεθάνουν & πεθάνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπέθανεπεθάνετε
Αόριστος-Απαρέμφατοπεθάνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απέθαιναπεθαίναμε
Βπέθαινεςπεθαίνατε
Γπέθαινεπέθαιναν & πεθαίναν προφ. & πεθαίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήπεθαμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

πεθαίνω ρήμ.

  1. Σαποβιώνω λόγ., ξεψυχάω, εκπνέω2 Αζω1
  2. Σσκοτώνω: Θα την πεθάνεις τη μητέρα σου.
  3. Σχάνομαι2: Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.
  4. Σεξαντλούμαι, ξεθεώνομαι προφ., ψοφάω3: Γύρισε πεθαμένη από κούραση.
  5. Στρελαίνω3, ταράζω3 προφ.: Το δόντι μου μ' έχει πεθάνει στον πόνο.
  6. Στρελαίνομαι: Θα πεθάνεις στα γέλια.

πεθαμένος μτχ.

  1. Σνεκρός1, άψυχος2 Αζωντανός1
  2. Σξεθεωμένος προφ., καταπονημένος: Είμαι πεθαμένος στην κούραση.
  3. Σχαμένος, τελειωμένος: πεθαμένα οράματα

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.