Λεξισκόπιο: πάει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πά-ει

Μορφολογία

πάω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απάω & πηγαίνωπάμε & πηγαίνουμε & πηγαίνομε διαλ.
Βπας & πηγαίνειςπάτε & πηγαίνετε
Γπάει & πηγαίνειπάνε & παν & πηγαίνουν & πηγαίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπήγαινεπηγαίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήπηγαίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απήγαπήγαμε
Βπήγεςπήγατε
Γπήγεπήγαν & πήγανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απάωπάμε
Βπαςπάτε
Γπάειπάνε & παν
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βπήγαινεπάτε & πηγαίνετε
Αόριστος-Απαρέμφατοπάει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Απήγαιναπηγαίναμε
Βπήγαινεςπηγαίνατε
Γπήγαινεπήγαιναν & πηγαίναν προφ. & πηγαίνανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

πάω & πηγαίνω ρήμ.

  1. Σκατευθύνομαι, τραβάω7 προφ.: Θα πάτε πρώτα αριστερά.
  2. Σμετακινούμαι, διακινούμαι: Θα πάτε με τρένο.
  3. Σμεταβαίνω λόγ.: Ο πρωθυπουργός θα πάει στις Βρυξέλλες.
  4. Σμετακινώ, μετατοπίζω1: Πήγες το τραπέζι στην αποθήκη;
  5. Σμεταφέρω1: Πάω τα παιδιά στο σχολείο.
  6. Σαναχωρώ, φεύγω1: Καιρός να πηγαίνουμε. Αέρχομαι1
  7. Σοδεύω λόγ., βαίνω: Η επιχείρηση πάει για χρεοκοπία.
  8. Σπροορίζομαι, προετοιμάζομαι, προαλείφομαι λόγ.: Πάει για βουλευτής.
  9. Σπροσπαθώ2, επιχειρώ: Κάτι πήγε να πει αλλά τον διέκοψαν.
  10. Σκοντεύω2, κινδυνεύω2: Πάω να τρελαθώ από ανησυχία. / Πήγα να πέσω.
  11. Σπεθαίνω1, αποβιώνω λόγ.: Θα πάω από εγκεφαλικό.

πάει

  1. Σχάνεται3, εξαφανίζεται: Ο λεκές πάει!
  2. Σσυνδυάζεται, ταιριάζει1: Σου πάνε πολύ τα φωτεινά χρώματα. / Δεν του πάει αυτή η γυναίκα.
  3. Σλειτουργεί1, δουλεύει προφ.: Το ρολόι δεν πάει σωστά.
  4. Σξοδεύεται, δαπανάται, διατίθεται: Όλος του ο μισθός πάει για το νοίκι.

πήγαινε

Σάντε, σύρε

ΕΚΦ: δεν πάω καλά, πάω γυρεύοντας, πάω καλά, πάω κόντρα, πάω μπροστά, πάω πάσο, πάω πίσω, πάω στοίχημα, πάω στράφι, πάω χαράμι, πάει περίπατο


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.