Λεξισκόπιο: οχυρωμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ο-χυ-ρω-μέ-νος

Μορφολογία

οχυρώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοχυρώνωοχυρώνουμε & οχυρώνομε διαλ.
Βοχυρώνειςοχυρώνετε
Γοχυρώνειοχυρώνουν & οχυρώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοχύρωνεοχυρώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήοχυρώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοχύρωσαοχυρώσαμε
Βοχύρωσεςοχυρώσατε
Γοχύρωσεοχύρωσαν & οχυρώσαν προφ. & οχυρώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοχυρώσωοχυρώσουμε & οχυρώσομε διαλ.
Βοχυρώσειςοχυρώσετε
Γοχυρώσειοχυρώσουν & οχυρώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοχύρωσεοχυρώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοοχυρώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοχύρωναοχυρώναμε
Βοχύρωνεςοχυρώνατε
Γοχύρωνεοχύρωναν & οχυρώναν προφ. & οχυρώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοχυρώνομαιοχυρωνόμαστε
Βοχυρώνεσαιοχυρώνεστε & οχυρωνόσαστε προφ.
Γοχυρώνεταιοχυρώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βοχυρώνεστε
Ενεστώτας-Μετοχήοχυρούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοχυρώθηκαοχυρωθήκαμε
Βοχυρώθηκεςοχυρωθήκατε
Γοχυρώθηκεοχυρώθηκαν & οχυρωθήκαν προφ. & οχυρωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοχυρωθώοχυρωθούμε
Βοχυρωθείςοχυρωθείτε
Γοχυρωθείοχυρωθούν & οχυρωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοχυρώσουοχυρωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοοχυρωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοχυρωνόμουν & οχυρωνόμουνα προφ. οχυρωνόμασταν & οχυρωνόμαστε
Βοχυρωνόσουν & οχυρωνόσουνα προφ. οχυρωνόσασταν & οχυρωνόσαστε προφ.
Γοχυρωνόταν & οχυρωνότανε προφ. οχυρώνονταν & οχυρωνόντανε προφ. & οχυρωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήοχυρωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

οχυρώνω ρήμ.

Σταμπουρώνω λαϊκ., περιχαρακώνω1


5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.