Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ο-χλού-μαι
Μορφολογία
οχλώ ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οχλώ | οχλούμε |
Β | οχλείς | οχλείτε |
Γ | οχλεί | οχλούν & οχλούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | οχλώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | όχλησα | οχλήσαμε |
Β | όχλησες | οχλήσατε |
Γ | όχλησε | όχλησαν & οχλήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οχλήσω | οχλήσουμε & οχλήσομε διαλ. |
Β | οχλήσεις | οχλήσετε |
Γ | οχλήσει | οχλήσουν & οχλήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | όχλησε | οχλήσετε & οχλήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | οχλήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οχλούσα | οχλούσαμε |
Β | οχλούσες | οχλούσατε |
Γ | οχλούσε | οχλούσαν & οχλούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οχλούμαι | οχλούμαστε |
Β | οχλείσαι | οχλείστε |
Γ | οχλείται | οχλούνται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | οχλούμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οχλήθηκα | οχληθήκαμε |
Β | οχλήθηκες | οχληθήκατε |
Γ | οχλήθηκε | οχλήθηκαν & οχληθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | οχληθώ | οχληθούμε |
Β | οχληθείς | οχληθείτε |
Γ | οχληθεί | οχληθούν & οχληθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | οχλήσου | οχληθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | οχληθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | --- | --- |
Β | --- | --- |
Γ | οχλούνταν & οχλείτο λόγ. | οχλούνταν & οχλούντο λόγ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | οχλημένος |
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.