Λεξισκόπιο: οραματίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ο-ρα-μα-τί-ζο-μαι

Μορφολογία

οραματίζομαι ρήμ. μόνο παθητική

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοραματίζομαιοραματιζόμαστε
Βοραματίζεσαιοραματίζεστε & οραματιζόσαστε προφ.
Γοραματίζεταιοραματίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βοραματίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήοραματιζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοραματίστηκα & οραματίσθηκα λόγ. οραματιστήκαμε & οραματισθήκαμε λόγ.
Βοραματίστηκες & οραματίσθηκες λόγ. οραματιστήκατε & οραματισθήκατε λόγ.
Γοραματίστηκε & οραματίσθηκε λόγ. οραματίστηκαν & οραματίσθηκαν λόγ. & οραματιστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοραματιστώ & οραματισθώ λόγ. οραματιστούμε & οραματισθούμε λόγ.
Βοραματιστείς & οραματισθείς λόγ. οραματιστείτε & οραματισθείτε λόγ.
Γοραματιστεί & οραματισθεί λόγ. οραματιστούν & οραματισθούν λόγ. & οραματισθούνε λόγ. & οραματιστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βοραματίσουοραματιστείτε & οραματισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοοραματιστεί & οραματισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αοραματιζόμουν & οραματιζόμουνα προφ. οραματιζόμασταν & οραματιζόμαστε
Βοραματιζόσουν & οραματιζόσουνα προφ. οραματιζόσασταν & οραματιζόσαστε προφ.
Γοραματιζόταν & οραματιζότανε προφ. οραματίζονταν & οραματιζόντανε προφ. & οραματιζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήοραματισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

οραματίζομαι ρήμ.

  1.  σπάν. Σβλέπω όραμα
  2. Σονειρεύομαι4, έχω όραμα: Οραματιζόταν έναν κόσμο χωρίς πολέμους.

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.