Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
οι-κο-γέ-νει-α
οικογένεια ουσ. θηλ.
|
οικογένεια ουσ.
οικο- [iko]
οικό- [ikó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
Προέρχεται από το ουσιαστικό οίκος (= σπίτι).
1. Αναφορά σε σπίτι
Το οικο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι έχει σχέση με το σπίτι (ως κατοικία των ανθρώπων). Για παράδειγμα, το οικόπεδο είναι μια έκταση γης όπου είναι δυνατό να χτιστεί σπίτι ή άλλο κτίριο, ενώ ένα ζώο είναι οικόσιτο όταν ζει σε σπίτι μαζί με ανθρώπους.
οικοδεσπότης (θηλ. οικοδέσποινα) | οικοδομικός, -ή, -ό | οικοδομώ |
οικοδιδάσκαλος (παρωχ.) | οικοκυρικός, -ή, -ό | |
οικοδομή | οικόσιτος, -η, -ο | |
οικόπεδο | ||
οικοσκευή | ||
οικοτροφείο | ||
οικότροφος |
2. Αναφορά στο περιβάλλον
Το οικο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι το οποίο σχετίζεται με το φυσικό περιβάλλον και τη συμβίωση των ζωντανών οργανισμών στη γη. Για παράδειγμα, η οικολογία είναι η μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος και των σχέσεων των ζωντανών οργανισμών μεταξύ τους, ενώ ο οικοτουρισμός είναι μορφή τουρισμού που περιλαμβάνει δραστηριότητες στη φύση.
οικοανάπτυξη | οικολογικός, -ή, -ό |
οικοενημέρωση | οικοτουριστικός, -ή, -ό |
οικοκοινότητα | |
οικολογία | |
οικομουσείο | |
οικοσοσιαλισμός | |
οικοσύστημα | |
οικοτοξικολογία | |
οικοτουρισμός | |
οικοτουρίστας (θηλ. -τρια) |
-γεν-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γεν- αναφέρονται στη δημιουργία ή στη γέννηση.Το συστατικό -γεν- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γίγνομαι (= γίνομαι) (πρβ. γένος). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ουσιαστικά
-γένεια [jénia]
Για παράδειγμα, η συγγένεια είναι ο δεσμός μεταξύ προσώπων που συνδέονται βιολογικά (δηλ. εξ αίματος) ή θεσμικά (π.χ. με γάμο)· λέμε ότι κάποιος έχει φωτογένεια όταν βγαίνει με ωραία και εκφραστικά χαρακτηριστικά στις φωτογραφίες.
-γένεση [jénesi]
(βιολ.) Για παράδειγμα, η τερατογένεση είναι η γέννηση τέρατος.
⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γονία*.
-γενεσία [jenesía]
Για παράδειγμα, η παλιγγενεσία είναι η αναγέννηση, η επιστροφή από το θάνατο στη ζωή.
Επίθετα
-γενετικός [jenetikós], -γενετική, -γενετικό
(βιολ.) Για παράδειγμα, οι φυλογενετικές σχέσεις αφορούν τις συγγένειες διαφορετικών ειδών, οι οποίες προκύπτουν από την εξελικτική τους πορεία.
✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με επίθετα σε -γεννητικός, όπως αναγεννητικός, προγεννητικός, μεταγεννητικός, τα οποία συνδέονται με το ουσιαστικό γέννηση.
-γενής [jenís], -γενής, -γενές
Για παράδειγμα, το ηφαιστειογενές νησί έχει δημιουργηθεί από ηφαίστειο.
⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γόνος*.
Λέξεις με άλλες σημασίες
Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με λέξεις όπως μακρυγένης, κοκκινογένης, οι οποίες περιέχουν το συστατικό -γένης (που προέρχεται από το γένι).
3 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
•Η λέξη οικογένεια σχηματίστηκε τα νεότερα χρόνια και δηλώνει την εξ αίματος σχέση μεταξύ ατόμων που διαμένουν στον ίδιο οίκο. Λέξεις με το οικο- αναφέρονται στην οικογένεια ή στα μέλη της. Για παράδειγμα, το οικόσημο είναι το έμβλημα μιας παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας.
•Με αναφορά στην οικογένεια, σχηματίστηκε η λέξη οικονόμος, που δήλωνε το πρόσωπο που διαχειριζόταν τα έσοδα και τα έξοδα μιας οικογένειας, και η λέξη οικονομία που δήλωνε τη δραστηριότητα αυτή. Αργότερα, στην ελληνιστική εποχή, αυτές οι λέξεις δήλωναν τη διαχείριση των δημόσιων εσόδων και εξόδων. Σήμερα, όταν κανείς ασχολείται με την οικονομία, τότε δείχνει ενδιαφέρον για τη δραστηριότητα της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών και τους νόμους της προσφοράς και ζήτησης. Με βάση αυτή τη λέξη σχηματίζονται πολλές νέες.
οικονομετρία
οικονομικός, -ή, -ό
οικονομώ
οικονομία
οικονομισμός
οικονομολογία
οικονομολόγος
• (πληροφ.) Στο λεξιλόγιο της πληροφορικής, η λέξη οικοσελίδα αποδίδει τον αγγλικό όρο home page.