Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
ξε-φτι-λί-ζω
Μορφολογία
ξεφτιλίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξευτελίζω & ξευτιλίζω & ξεφτελίζω & ξεφτιλίζω | ξευτελίζουμε & ξευτιλίζουμε & ξεφτελίζουμε & ξεφτιλίζουμε & ξευτελίζομε διαλ. & ξευτιλίζομε διαλ. & ξεφτελίζομε διαλ. & ξεφτιλίζομε διαλ. |
Β | ξευτελίζεις & ξευτιλίζεις & ξεφτελίζεις & ξεφτιλίζεις | ξευτελίζετε & ξευτιλίζετε & ξεφτελίζετε & ξεφτιλίζετε |
Γ | ξευτελίζει & ξευτιλίζει & ξεφτελίζει & ξεφτιλίζει | ξευτελίζουν & ξευτιλίζουν & ξεφτελίζουν & ξεφτιλίζουν & ξευτελίζουνε προφ. & ξευτιλίζουνε προφ. & ξεφτελίζουνε προφ. & ξεφτιλίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ξευτέλιζε & ξευτίλιζε & ξεφτέλιζε & ξεφτίλιζε | ξευτελίζετε & ξευτιλίζετε & ξεφτελίζετε & ξεφτιλίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | ξευτελίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξευτέλισα & ξευτίλισα & ξεφτέλισα & ξεφτίλισα | ξευτελίσαμε & ξευτιλίσαμε & ξεφτελίσαμε & ξεφτιλίσαμε |
Β | ξευτέλισες & ξευτίλισες & ξεφτέλισες & ξεφτίλισες | ξευτελίσατε & ξευτιλίσατε & ξεφτελίσατε & ξεφτιλίσατε |
Γ | ξευτέλισε & ξευτίλισε & ξεφτέλισε & ξεφτίλισε | ξευτέλισαν & ξευτίλισαν & ξεφτέλισαν & ξεφτίλισαν & ξευτελίσαν προφ. & ξευτελίσανε προφ. & ξευτιλίσαν προφ. & ξευτιλίσανε προφ. & ξεφτελίσαν προφ. & ξεφτελίσανε προφ. & ξεφτιλίσαν προφ. & ξεφτιλίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξευτελίσω & ξευτιλίσω & ξεφτελίσω & ξεφτιλίσω | ξευτελίσουμε & ξευτιλίσουμε & ξεφτελίσουμε & ξεφτιλίσουμε & ξευτελίσομε διαλ. & ξευτιλίσομε διαλ. & ξεφτελίσομε διαλ. & ξεφτιλίσομε διαλ. |
Β | ξευτελίσεις & ξευτιλίσεις & ξεφτελίσεις & ξεφτιλίσεις | ξευτελίσετε & ξευτιλίσετε & ξεφτελίσετε & ξεφτιλίσετε |
Γ | ξευτελίσει & ξευτιλίσει & ξεφτελίσει & ξεφτιλίσει | ξευτελίσουν & ξευτιλίσουν & ξεφτελίσουν & ξεφτιλίσουν & ξευτελίσουνε προφ. & ξευτιλίσουνε προφ. & ξεφτελίσουνε προφ. & ξεφτιλίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ξευτέλισε & ξευτίλισε & ξεφτέλισε & ξεφτίλισε | ξευτελίστε & ξευτιλίστε & ξεφτελίστε & ξεφτιλίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ξευτελίσει & ξευτιλίσει & ξεφτελίσει & ξεφτιλίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξευτέλιζα & ξευτίλιζα & ξεφτέλιζα & ξεφτίλιζα | ξευτελίζαμε & ξευτιλίζαμε & ξεφτελίζαμε & ξεφτιλίζαμε |
Β | ξευτέλιζες & ξευτίλιζες & ξεφτέλιζες & ξεφτίλιζες | ξευτελίζατε & ξευτιλίζατε & ξεφτελίζατε & ξεφτιλίζατε |
Γ | ξευτέλιζε & ξευτίλιζε & ξεφτέλιζε & ξεφτίλιζε | ξευτέλιζαν & ξευτίλιζαν & ξεφτέλιζαν & ξεφτίλιζαν & ξευτελίζαν προφ. & ξευτελίζανε προφ. & ξευτιλίζαν προφ. & ξευτιλίζανε προφ. & ξεφτελίζαν προφ. & ξεφτελίζανε προφ. & ξεφτιλίζαν προφ. & ξεφτιλίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξευτελίζομαι & ξευτιλίζομαι & ξεφτελίζομαι & ξεφτιλίζομαι | ξευτελιζόμαστε & ξευτιλιζόμαστε & ξεφτελιζόμαστε & ξεφτιλιζόμαστε |
Β | ξευτελίζεσαι & ξευτιλίζεσαι & ξεφτελίζεσαι & ξεφτιλίζεσαι | ξευτελίζεστε & ξευτιλίζεστε & ξεφτελίζεστε & ξεφτιλίζεστε & ξευτελιζόσαστε προφ. & ξευτιλιζόσαστε προφ. & ξεφτελιζόσαστε προφ. & ξεφτιλιζόσαστε προφ. |
Γ | ξευτελίζεται & ξευτιλίζεται & ξεφτελίζεται & ξεφτιλίζεται | ξευτελίζονται & ξευτιλίζονται & ξεφτελίζονται & ξεφτιλίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | ξευτελίζεστε & ξευτιλίζεστε & ξεφτελίζεστε & ξεφτιλίζεστε |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξευτελίστηκα & ξευτιλίστηκα & ξεφτελίστηκα & ξεφτιλίστηκα | ξευτελιστήκαμε & ξευτιλιστήκαμε & ξεφτελιστήκαμε & ξεφτιλιστήκαμε |
Β | ξευτελίστηκες & ξευτιλίστηκες & ξεφτελίστηκες & ξεφτιλίστηκες | ξευτελιστήκατε & ξευτιλιστήκατε & ξεφτελιστήκατε & ξεφτιλιστήκατε |
Γ | ξευτελίστηκε & ξευτιλίστηκε & ξεφτελίστηκε & ξεφτιλίστηκε | ξευτελίστηκαν & ξευτιλίστηκαν & ξεφτελίστηκαν & ξεφτιλίστηκαν & ξευτελιστήκαν προφ. & ξευτελιστήκανε προφ. & ξευτιλιστήκαν προφ. & ξευτιλιστήκανε προφ. & ξεφτελιστήκαν προφ. & ξεφτελιστήκανε προφ. & ξεφτιλιστήκαν προφ. & ξεφτιλιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξευτελιστώ & ξευτιλιστώ & ξεφτελιστώ & ξεφτιλιστώ | ξευτελιστούμε & ξευτιλιστούμε & ξεφτελιστούμε & ξεφτιλιστούμε |
Β | ξευτελιστείς & ξευτιλιστείς & ξεφτελιστείς & ξεφτιλιστείς | ξευτελιστείτε & ξευτιλιστείτε & ξεφτελιστείτε & ξεφτιλιστείτε |
Γ | ξευτελιστεί & ξευτιλιστεί & ξεφτελιστεί & ξεφτιλιστεί | ξευτελιστούν & ξευτιλιστούν & ξεφτελιστούν & ξεφτιλιστούν & ξευτελιστούνε προφ. & ξευτιλιστούνε προφ. & ξεφτελιστούνε προφ. & ξεφτιλιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | ξευτελίσου & ξευτιλίσου & ξεφτελίσου & ξεφτιλίσου | ξευτελιστείτε & ξευτιλιστείτε & ξεφτελιστείτε & ξεφτιλιστείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | ξευτελιστεί & ξευτιλιστεί & ξεφτελιστεί & ξεφτιλιστεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | ξευτελιζόμουν & ξευτιλιζόμουν & ξεφτελιζόμουν & ξεφτιλιζόμουν & ξευτελιζόμουνα προφ. & ξευτιλιζόμουνα προφ. & ξεφτελιζόμουνα προφ. & ξεφτιλιζόμουνα προφ. | ξευτελιζόμασταν & ξευτελιζόμαστε & ξευτιλιζόμασταν & ξευτιλιζόμαστε & ξεφτελιζόμασταν & ξεφτελιζόμαστε & ξεφτιλιζόμασταν & ξεφτιλιζόμαστε |
Β | ξευτελιζόσουν & ξευτιλιζόσουν & ξεφτελιζόσουν & ξεφτιλιζόσουν & ξευτελιζόσουνα προφ. & ξευτιλιζόσουνα προφ. & ξεφτελιζόσουνα προφ. & ξεφτιλιζόσουνα προφ. | ξευτελιζόσασταν & ξευτιλιζόσασταν & ξεφτελιζόσασταν & ξεφτιλιζόσασταν & ξευτελιζόσαστε προφ. & ξευτιλιζόσαστε προφ. & ξεφτελιζόσαστε προφ. & ξεφτιλιζόσαστε προφ. |
Γ | ξευτελιζόταν & ξευτιλιζόταν & ξεφτελιζόταν & ξεφτιλιζόταν & ξευτελιζότανε προφ. & ξευτιλιζότανε προφ. & ξεφτελιζότανε προφ. & ξεφτιλιζότανε προφ. | ξευτελίζονταν & ξευτιλίζονταν & ξεφτελίζονταν & ξεφτιλίζονταν & ξευτελιζόντανε προφ. & ξευτελιζόντουσαν προφ. & ξευτιλιζόντανε προφ. & ξευτιλιζόντουσαν προφ. & ξεφτελιζόντανε προφ. & ξεφτελιζόντουσαν προφ. & ξεφτιλιζόντανε προφ. & ξεφτιλιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | ξευτελισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
ξεφτιλίζω ρήμ. προφ.
Σ: εξευτελίζω
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.