Λεξισκόπιο: ξεπαγιάζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ξε-πα-γιά-ζω

Μορφολογία

ξεπαγιάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεπαγιάζωξεπαγιάζουμε & ξεπαγιάζομε διαλ.
Βξεπαγιάζειςξεπαγιάζετε
Γξεπαγιάζειξεπαγιάζουν & ξεπαγιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξεπάγιαζεξεπαγιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήξεπαγιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεπάγιασαξεπαγιάσαμε
Βξεπάγιασεςξεπαγιάσατε
Γξεπάγιασεξεπάγιασαν & ξεπαγιάσαν προφ. & ξεπαγιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεπαγιάσωξεπαγιάσουμε & ξεπαγιάσομε διαλ.
Βξεπαγιάσειςξεπαγιάσετε
Γξεπαγιάσειξεπαγιάσουν & ξεπαγιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξεπάγιασεξεπαγιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοξεπαγιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεπάγιαζαξεπαγιάζαμε
Βξεπάγιαζεςξεπαγιάζατε
Γξεπάγιαζεξεπάγιαζαν & ξεπαγιάζαν προφ. & ξεπαγιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήξεπαγιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ξεπαγιάζω ρήμ.

  1. Σπαγώνω2, πουντιάζω1: Με ξεπάγιασες με το ανοιχτό παράθυρο. Αζεσταίνω
  2. Σξυλιάζω προφ., κρυώνω1: Ξεπάγιασα πάνω στη μηχανή. Αζεσταίνομαι1

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.