Λεξισκόπιο: ξεβουλώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ξε-βου-λώ-νω

Μορφολογία

ξεβουλώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεβουλώνωξεβουλώνουμε & ξεβουλώνομε διαλ.
Βξεβουλώνειςξεβουλώνετε
Γξεβουλώνειξεβουλώνουν & ξεβουλώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξεβούλωνεξεβουλώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήξεβουλώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεβούλωσαξεβουλώσαμε
Βξεβούλωσεςξεβουλώσατε
Γξεβούλωσεξεβούλωσαν & ξεβουλώσαν προφ. & ξεβουλώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεβουλώσωξεβουλώσουμε & ξεβουλώσομε διαλ.
Βξεβουλώσειςξεβουλώσετε
Γξεβουλώσειξεβουλώσουν & ξεβουλώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βξεβούλωσεξεβουλώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοξεβουλώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αξεβούλωναξεβουλώναμε
Βξεβούλωνεςξεβουλώνατε
Γξεβούλωνεξεβούλωναν & ξεβουλώναν προφ. & ξεβουλώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήξεβουλωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ξεβουλώνω ρήμ.

  1. Σαποφράζω2: Πρέπει να ξεβουλώσω το νιπτήρα, γιατί δεν φεύγουν τα νερά. Αφράζω2, βουλώνω1
  2. Σξεταπώνω προφ., εκπωματίζω λόγ.: Ξεβούλωσε το μπουκάλι. Αταπώνω προφ.

ξεβουλώνει

Σαποφράζεται Αβουλώνει


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.