Λεξισκόπιο: νωπός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

νω-πός

Μορφολογία

νωπός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήονωπόςοινωποί
Γενικήτουνωπούτωννωπών
Αιτιατικήτονωπότουςνωπούς
Κλητική νωπέ νωποί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηνωπήοινωπές
Γενικήτηςνωπήςτωννωπών
Αιτιατικήτηνωπήτιςνωπές
Κλητική νωπή νωπές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτονωπότανωπά
Γενικήτουνωπούτωννωπών
Αιτιατικήτονωπότανωπά
Κλητική νωπό νωπά

νωπότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήονωπότεροςοινωπότεροι
Γενικήτουνωπότερουτωννωπότερων
Αιτιατικήτονωπότεροτουςνωπότερους
Κλητική νωπότερε νωπότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηνωπότερηοινωπότερες
Γενικήτηςνωπότερηςτωννωπότερων
Αιτιατικήτηνωπότερητιςνωπότερες
Κλητική νωπότερη νωπότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτονωπότεροτανωπότερα
Γενικήτουνωπότερουτωννωπότερων
Αιτιατικήτονωπότεροτανωπότερα
Κλητική νωπότερο νωπότερα

νωπότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήονωπότατοςοινωπότατοι
Γενικήτουνωπότατουτωννωπότατων
Αιτιατικήτονωπότατοτουςνωπότατους
Κλητική νωπότατε νωπότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηνωπότατηοινωπότατες
Γενικήτηςνωπότατηςτωννωπότατων
Αιτιατικήτηνωπότατητιςνωπότατες
Κλητική νωπότατη νωπότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτονωπότατοτανωπότατα
Γενικήτουνωπότατουτωννωπότατων
Αιτιατικήτονωπότατοτανωπότατα
Κλητική νωπότατο νωπότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

νωπός επίθ.

  1. Σφρέσκος2, χλωρός: νωπή μυζήθρα Αξερός3
  2. Συγρός4, νοτισμένος

8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.