Λεξισκόπιο: νυμφευμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

νυμ-φευ-μέ-νος

Μορφολογία

νυμφεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανυμφεύωνυμφεύουμε & νυμφεύομε διαλ.
Βνυμφεύειςνυμφεύετε
Γνυμφεύεινυμφεύουν & νυμφεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνύμφευενυμφεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήνυμφεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανύμφευσανυμφεύσαμε
Βνύμφευσεςνυμφεύσατε
Γνύμφευσενύμφευσαν & νυμφεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανυμφεύσωνυμφεύσουμε & νυμφεύσομε διαλ.
Βνυμφεύσειςνυμφεύσετε
Γνυμφεύσεινυμφεύσουν & νυμφεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνύμφευσενυμφεύσετε & νυμφεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατονυμφεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανύμφευανυμφεύαμε
Βνύμφευεςνυμφεύατε
Γνύμφευενύμφευαν & νυμφεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανυμφεύομαινυμφευόμαστε
Βνυμφεύεσαινυμφεύεστε & νυμφευόσαστε προφ.
Γνυμφεύεταινυμφεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βνυμφεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήνυμφευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανυμφεύθηκανυμφευθήκαμε
Βνυμφεύθηκεςνυμφευθήκατε
Γνυμφεύθηκενυμφεύθηκαν & νυμφευθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανυμφευθώνυμφευθούμε
Βνυμφευθείςνυμφευθείτε
Γνυμφευθείνυμφευθούν & νυμφευθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνυμφεύσουνυμφευθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατονυμφευθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανυμφευόμουν & νυμφευόμουνα προφ. νυμφευόμασταν & νυμφευόμαστε
Βνυμφευόσουν & νυμφευόσουνα προφ. νυμφευόσασταν & νυμφευόσαστε προφ.
Γνυμφευόταν & νυμφευότανε προφ. νυμφεύονταν & νυμφευόντανε προφ. & νυμφευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήνυμφευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

νυμφεύομαι ρήμ. λόγ.

Σπαντρεύομαι, στεφανώνομαι προφ.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.