Λεξισκόπιο: νεοτερίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

νε-ο-τε-ρί-ζω

Μορφολογία

νεοτερίζω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεοτερίζω & νεωτερίζωνεοτερίζουμε & νεωτερίζουμε & νεοτερίζομε διαλ. & νεωτερίζομε διαλ.
Βνεοτερίζεις & νεωτερίζειςνεοτερίζετε & νεωτερίζετε
Γνεοτερίζει & νεωτερίζεινεοτερίζουν & νεωτερίζουν & νεοτερίζουνε προφ. & νεωτερίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνεοτέριζε & νεωτέριζενεοτερίζετε & νεωτερίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήνεοτερίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεοτέρισα & νεωτέρισανεοτερίσαμε & νεωτερίσαμε
Βνεοτέρισες & νεωτέρισεςνεοτερίσατε & νεωτερίσατε
Γνεοτέρισε & νεωτέρισενεοτέρισαν & νεωτέρισαν & νεοτερίσανε προφ. & νεωτερίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεοτερίσω & νεωτερίσωνεοτερίσουμε & νεωτερίσουμε & νεοτερίσομε διαλ. & νεωτερίσομε διαλ.
Βνεοτερίσεις & νεωτερίσειςνεοτερίσετε & νεωτερίσετε
Γνεοτερίσει & νεωτερίσεινεοτερίσουν & νεωτερίσουν & νεοτερίσουνε προφ. & νεωτερίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνεοτέρισε & νεωτέρισενεοτερίσετε & νεοτερίστε & νεωτερίσετε & νεωτερίστε
Αόριστος-Απαρέμφατονεοτερίσει & νεωτερίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανεοτέριζα & νεωτέριζανεοτερίζαμε & νεωτερίζαμε
Βνεοτέριζες & νεωτέριζεςνεοτερίζατε & νεωτερίζατε
Γνεοτέριζε & νεωτέριζενεοτέριζαν & νεωτέριζαν & νεοτερίζανε προφ. & νεωτερίζανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

νεοτερίζω & νεωτερίζω ρήμ.

Σκαινοτομώ, πρωτοπορώ, πρωτοτυπώ


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.