Λεξισκόπιο: ναρκώνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ναρ-κώ-νω

Μορφολογία

ναρκώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκώνωναρκώνουμε & ναρκώνομε διαλ.
Βναρκώνειςναρκώνετε
Γναρκώνειναρκώνουν & ναρκώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνάρκωνεναρκώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήναρκώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανάρκωσαναρκώσαμε
Βνάρκωσεςναρκώσατε
Γνάρκωσενάρκωσαν & ναρκώσαν προφ. & ναρκώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκώσωναρκώσουμε & ναρκώσομε διαλ.
Βναρκώσειςναρκώσετε
Γναρκώσειναρκώσουν & ναρκώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βνάρκωσεναρκώσετε & ναρκώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοναρκώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ανάρκωναναρκώναμε
Βνάρκωνεςναρκώνατε
Γνάρκωνενάρκωναν & ναρκώναν προφ. & ναρκώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκώνομαιναρκωνόμαστε
Βναρκώνεσαιναρκώνεστε & ναρκωνόσαστε προφ.
Γναρκώνεταιναρκώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βναρκώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκώθηκαναρκωθήκαμε
Βναρκώθηκεςναρκωθήκατε
Γναρκώθηκεναρκώθηκαν & ναρκωθήκαν προφ. & ναρκωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκωθώναρκωθούμε
Βναρκωθείςναρκωθείτε
Γναρκωθείναρκωθούν & ναρκωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βναρκώσουναρκωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοναρκωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αναρκωνόμουν & ναρκωνόμουνα προφ. ναρκωνόμασταν & ναρκωνόμαστε
Βναρκωνόσουν & ναρκωνόσουνα προφ. ναρκωνόσασταν & ναρκωνόσαστε προφ.
Γναρκωνόταν & ναρκωνότανε προφ. ναρκώνονταν & ναρκωνόντανε προφ. & ναρκωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήναρκωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ναρκώνω ρήμ.

  1. Σαναισθητοποιώ, κοιμίζω2: Ο γιατρός νάρκωσε τον ασθενή.
  2. Σζαβλακώνω προφ.: Η υπερβολική ζέστη τον νάρκωσε.
  3. Σαποχαυνώνω, αποβλακώνω: Το φασιστικό καθεστώς προσπαθούσε να ναρκώσει το λαό.

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.