Λεξισκόπιο: μύτες

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μύ-τες

Μορφολογία

μύτη ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημύτηοιμύτες
Γενικήτηςμύτηςτωνμυτών
Αιτιατικήτημύτητιςμύτες
Κλητική μύτη μύτες

μυτίτσα ουσ. θηλ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημυτίτσα & μυτουλίτσα & μυτούλαοιμυτίτσες & μυτουλίτσες & μυτούλες
Γενικήτηςμυτίτσας & μυτουλίτσας & μυτούλας---
Αιτιατικήτημυτίτσα & μυτουλίτσα & μυτούλατιςμυτίτσες & μυτουλίτσες & μυτούλες
Κλητική μυτίτσα & μυτουλίτσα & μυτούλα μυτίτσες & μυτουλίτσες & μυτούλες

μυτάκι ουσ. ουδ. υποκορ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομυτάκιταμυτάκια
Γενική------
Αιτιατικήτομυτάκιταμυτάκια
Κλητική μυτάκι μυτάκια

μύταρος ουσ. αρσ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομύταροςοιμύταροι
Γενικήτουμύταρουτωνμύταρων
Αιτιατικήτομύταροτουςμύταρους
Κλητική μύταρε μύταροι

μυτάρα ουσ. θηλ. μεγεθ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημυτάρα & μυτόγκαοιμυτάρες & μυτόγκες
Γενικήτηςμυτάρας & μυτόγκας---
Αιτιατικήτημυτάρα & μυτόγκατιςμυτάρες & μυτόγκες
Κλητική μυτάρα & μυτόγκα μυτάρες & μυτόγκες

Συνώνυμα - Αντίθετα

μύτη ουσ.

  1. Σρύγχος, μουσούδα: Το γουρούνι σκάβει με τη μύτη.
  2. Σράμφος: Τα πουλιά τσιμπολογούν με τη μύτη.
  3. Σαιχμή1, άκρο1: η μύτη του δόρατος
  4. Σδιορατικότητα, οξυδέρκεια: Τα κατάλαβα όλα, έχω μύτη!

μύτες

Σακροδάχτυλα: Μπήκε στις μύτες για να μη μας ξυπνήσει.

ΕΚΦ: σκάω μύτη, χώνω τη μύτη μου


10 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.