Λεξισκόπιο: μόνιμος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μό-νι-μος

Μορφολογία

μόνιμος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομόνιμοςοιμόνιμοι
Γενικήτουμόνιμου & μονίμου λόγ. τωνμόνιμων & μονίμων λόγ.
Αιτιατικήτομόνιμοτουςμόνιμους & μονίμους λόγ.
Κλητική μόνιμε μόνιμοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημόνιμη & μόνιμος λόγ. οιμόνιμες & μόνιμοι λόγ.
Γενικήτηςμόνιμης & μονίμου λόγ. τωνμόνιμων & μονίμων λόγ.
Αιτιατικήτημόνιμη & μόνιμο λόγ. τιςμόνιμες & μονίμους λόγ.
Κλητική μόνιμη & μόνιμε λόγ.  μόνιμες & μόνιμοι λόγ.
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομόνιμοταμόνιμα
Γενικήτουμόνιμου & μονίμου λόγ. τωνμόνιμων & μονίμων λόγ.
Αιτιατικήτομόνιμοταμόνιμα
Κλητική μόνιμο μόνιμα

μονιμότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομονιμότεροςοιμονιμότεροι
Γενικήτουμονιμότερουτωνμονιμότερων
Αιτιατικήτομονιμότεροτουςμονιμότερους
Κλητική μονιμότερε μονιμότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημονιμότερηοιμονιμότερες
Γενικήτηςμονιμότερηςτωνμονιμότερων
Αιτιατικήτημονιμότερητιςμονιμότερες
Κλητική μονιμότερη μονιμότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομονιμότεροταμονιμότερα
Γενικήτουμονιμότερουτωνμονιμότερων
Αιτιατικήτομονιμότεροταμονιμότερα
Κλητική μονιμότερο μονιμότερα

Συνώνυμα - Αντίθετα

μόνιμος επίθ.

  1. Σσταθερός3: μόνιμοι θαμώνες των καφενείων
  2. Αέκτακτος2: μόνιμος δημόσιος υπάλληλος
  3. Σδιαρκής2: μόνιμες ζαλάδες

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.