Λεξισκόπιο: μολυσμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μο-λυ-σμέ-νος

Μορφολογία

μολύνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμολύνωμολύνουμε & μολύνομε διαλ.
Βμολύνειςμολύνετε
Γμολύνειμολύνουν & μολύνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμόλυνεμολύνετε
Ενεστώτας-Μετοχήμολύνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμόλυναμολύναμε
Βμόλυνεςμολύνατε
Γμόλυνεμόλυναν & μολύναν προφ. & μολύνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμολύνωμολύνουμε & μολύνομε διαλ.
Βμολύνειςμολύνετε
Γμολύνειμολύνουν & μολύνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμόλυνεμολύνετε
Αόριστος-Απαρέμφατομολύνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμόλυναμολύναμε
Βμόλυνεςμολύνατε
Γμόλυνεμόλυναν & μολύναν προφ. & μολύνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμολύνομαιμολυνόμαστε
Βμολύνεσαιμολύνεστε & μολυνόσαστε προφ.
Γμολύνεταιμολύνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμολύνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμολύνθηκαμολυνθήκαμε
Βμολύνθηκεςμολυνθήκατε
Γμολύνθηκεμολύνθηκαν & μολυνθήκαν προφ. & μολυνθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμολυνθώμολυνθούμε
Βμολυνθείςμολυνθείτε
Γμολυνθείμολυνθούν & μολυνθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμολύνσουμολυνθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατομολυνθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμολυνόμουν & μολυνόμουνα προφ. μολυνόμασταν & μολυνόμαστε
Βμολυνόσουν & μολυνόσουνα προφ. μολυνόσασταν & μολυνόσαστε προφ.
Γμολυνόταν & μολυνότανε προφ. μολύνονταν & μολυνόντανε προφ. & μολυνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμολυσμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μολύνω ρήμ.

  1. Σρυπαίνω2 λόγ.
  2. Σβεβηλώνω, μιαίνω λόγ.

3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.