Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
μι-λά-ω
Μορφολογία
μιλάω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μιλώ & μιλάω προφ. | μιλάμε & μιλούμε |
Β | μιλάς | μιλάτε |
Γ | μιλά & μιλάει προφ. | μιλούν & μιλάν προφ. & μιλάνε προφ. & μιλούνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μίλα προφ. & μίλαγε προφ. | μιλάτε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | μιλώντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μίλησα | μιλήσαμε |
Β | μίλησες | μιλήσατε |
Γ | μίλησε | μίλησαν & μιλήσαν προφ. & μιλήσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μιλήσω | μιλήσουμε & μιλήσομε διαλ. |
Β | μιλήσεις | μιλήσετε |
Γ | μιλήσει | μιλήσουν & μιλήσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μίλησε & μίλα προφ. | μιλήστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μιλήσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μιλούσα & μίλαγα προφ. | μιλούσαμε & μιλάγαμε προφ. |
Β | μιλούσες & μίλαγες προφ. | μιλούσατε & μιλάγατε προφ. |
Γ | μιλούσε & μίλαγε προφ. | μιλούσαν & μίλαγαν προφ. & μιλάγαν προφ. & μιλάγανε προφ. & μιλούσανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μιλιέμαι | μιλιόμαστε |
Β | μιλιέσαι | μιλιέστε & μιλιόσαστε προφ. |
Γ | μιλιέται | μιλιούνται & μιλιόνται προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
|
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μιλήθηκα | μιληθήκαμε |
Β | μιλήθηκες | μιληθήκατε |
Γ | μιλήθηκε | μιλήθηκαν & μιληθήκαν προφ. & μιληθήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μιληθώ | μιληθούμε |
Β | μιληθείς | μιληθείτε |
Γ | μιληθεί | μιληθούν & μιληθούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | μιλήσου | μιληθείτε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | μιληθεί |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | μιλιόμουν & μιλιόμουνα προφ. | μιλιόμασταν & μιλιόμαστε |
Β | μιλιόσουν & μιλιόσουνα προφ. | μιλιόσασταν & μιλιόσαστε προφ. |
Γ | μιλιόταν & μιλιότανε προφ. | μιλιούνταν & μιλιόνταν & μιλιόντανε προφ. & μιλιόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | μιλημένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
μιλάω ρήμ.
- Σ: λέω6: Μιλήστε μου, τι θέλετε; Α: σωπαίνω
- Σ: κάνω λόγο, αναφέρομαι1: Η πρόβλεψη μιλάει για επιτόκια γύρω στο 20%.
- Σ: συζητάω1, κουβεντιάζω1: Μ' αρέσει να μιλάω μαζί σου.
- Σ: επικοινωνώ, συνεννοούμαι1: Οι κωφάλαλοι μιλάνε με τα χέρια.
- Σ: βγάζω λόγο, αγορεύω: Μιλάει στο κοινοβούλιο.
- Σ: παραπονιέμαι2, διαμαρτύρομαι: Μιλάς κι εσύ που δε σου λείπει τίποτα;
- Σ: γνωρίζω1, ξέρω1: Μιλάει καλά αγγλικά.
ΕΚΦ: μιλάω έξω απ' τα δόντια, μιλάω στην καρδιά
6 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.