Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
μι-κρο-πρε-πής
μικροπρεπής επίθ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
μικροπρεπέστερος επίθ. συγκρ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
μικροπρεπέστατος επίθ. υπερθ.
Αρσενικό |
| |||||||||||||||||||||||||
Θηλυκό |
| |||||||||||||||||||||||||
Ουδέτερο |
|
μικροπρεπής επίθ.
Σ: αναξιοπρεπής Α: αξιοπρεπής1
μικρο- [mikro]
μικρό- [mikró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μικρ- [mikr] πριν από φωνήεν
Προέρχεται από το επίθετο μικρός.
1. Μικρό μέγεθος
Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πράγμα έχει μικρό μέγεθος. Για παράδειγμα, η μικροσυσκευή είναι μια οικιακή συσκευή με μικρές διαστάσεις (π.χ. τοστιέρα).
μικρόβιο | μικροβιακός, -ή, -ό |
μικροέπιπλο | μικροβιολογικός, -ή, -ό |
μικρόκοσμος | μικρογράμματος, -η, -ο |
μικροοργανισμός | μικρομεσαίος, -α, -ο |
μικροσκόπιο | μικροσκοπικός, -ή, -ό |
μικροσυσκευή | μικρόσωμος, -η, -ο |
μικρόφωνο | μικροφωνικός, -ή, -ό |
2. Μικρός βαθμός
Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει σε μικρό βαθμό ή έχει περιορισμένες δυνατότητες. Για παράδειγμα, ο μικρόμυαλος είναι αυτός που έχει χαμηλή διανοητική ικανότητα, που δεν είναι έξυπνος.
ΑΝΤ Ορισμένα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μεγαλο-* (π.χ. μικρόψυχος ≠ μεγαλόψυχος).
3. Μικρή σημασία
Το μικρο- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν κάτι μικρό και ασήμαντο. Για παράδειγμα, τα μικροέξοδα είναι τα μικρά καθημερινά έξοδα.
⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ψιλο-* (π.χ. ψιλοπράγματα).
4. Χαμηλή θέση
Το μικρο- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν ένα πρόσωπο το οποίο βρίσκεται σε χαμηλή και ασήμαντη θέση ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα που έχουν την ίδια ιδιότητα. Για παράδειγμα, ο μικροκαλλιεργητής είναι αγρότης που καλλιεργεί μικρή έκταση γης και έχει συνήθως μικρή σοδειά.
ΑΝΤ Ορισμένα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μεγαλο-* (π.χ. μικροαστός ≠ μεγαλοαστός).
5. Μικρή ηλικία
Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά που δείχνουν μικρή ηλικία ή σε κάτι που συμβαίνει σε μικρή ηλικία. Για παράδειγμα, όταν κάποιος μικροδείχνει φαίνεται νεότερος από την ηλικία του, ενώ όταν ένα παιδί συμπεριφέρεται σαν μεγάλος λέμε ότι είναι μικρομέγαλο.
μικρομάνα | μικρομέγαλος, -η, -ο | μικροδείχνω |
μικροπαντρεύω | ||
μικροφέρνω |
ΑΝΤ Ορισμένα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μεγαλο-* (π.χ. μικροδείχνω ≠ μεγαλοδείχνω).
6. Περιορισμένο πεδίο μελέτης
(επιστημ.) Το μικρο- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι το πεδίο έρευνας μιας επιστήμης περιορίζεται σε μια μικρή έκταση του αντικειμένου της. Για παράδειγμα, η μικροοικονομία είναι η μελέτη των οικονομικών σχέσεων και νόμων στο επίπεδο του ενός ατόμου.
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μακρο-* (π.χ. μικροοικονομία ≠ μακροοικονομία).
7. Μονάδα μέτρησης
(επιστημ.) Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν μια υποδιαίρεση της μονάδας μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους κατά 1.000.000 φορές. Για παράδειγμα, ένα μικρογραμμάριο ισούται με ένα εκατομμυριοστό του γραμμαρίου.
⇨ Για την αντίστοιχη θετική τιμή βλ. μεγα-*.
⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μονάδα μέτρησης βλ. γιγα-*, κιλο-*, μεγα-*, μιλι-*, νανο-*, πικο-*, τερα-*, χιλιο-*, χιλιοστο-*.
-πρεπ-
Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -πρεπ- δηλώνουν ότι κάτι ταιριάζει ή μοιάζει ως προς κάποια χαρακτηριστικά του με κάτι άλλο.Το συστατικό -πρεπ- προέρχεται από το ρήμα πρέπω (= ταιριάζω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:
Ουσιαστικά
-πρέπεια [prépia]
Για παράδειγμα, η θηλυπρέπεια είναι η ιδιότητα ενός άνδρα να μοιάζει με γυναίκα στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά· η ευπρέπεια είναι η κοινωνικά ορθή και αποδεκτή εμφάνιση και συμπεριφορά.
Επίθετα
-πρεπής [prepís], -πρεπής, -πρεπές
Για παράδειγμα, ανδροπρεπής είναι η στάση που θεωρείται ότι ταιριάζει σε άνδρα· κάτι είναι μεγαλοπρεπές όταν διακρίνεται για το μέγεθος και τη λαμπρότητά του.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ
• (ιατρ.) Το μικρο- σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι κάποιο μέλος του σώματος είναι μικρό σε μήκος ή σε όγκο λόγω παθολογικής αιτίας.
ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με τα μεγα-*, μεγαλο-* (π.χ. μικροκαρδία ≠ μεγαλοκαρδία).
• (επιστημ.) Το μικρο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο μικροσκόπιο (= ειδικό επιστημονικό όργανο για την παρατήρηση πραγμάτων πάρα πολύ μικρών σε μέγεθος και μη ορατών με γυμνό μάτι). Για παράδειγμα, η μικροχειρουργική είναι χειρουργική μέθοδος η οποία εκτελείται με τη βοήθεια μικροσκοπίου.