Λεξισκόπιο: μικραίνω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μι-κραί-νω

Μορφολογία

μικραίνω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμικραίνωμικραίνουμε & μικραίνομε διαλ.
Βμικραίνειςμικραίνετε
Γμικραίνειμικραίνουν & μικραίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμίκραινεμικραίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήμικραίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμίκρυναμικρύναμε
Βμίκρυνεςμικρύνατε
Γμίκρυνεμίκρυναν & μικρύναν προφ. & μικρύνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμικρύνωμικρύνουμε & μικρύνομε διαλ.
Βμικρύνειςμικρύνετε
Γμικρύνειμικρύνουν & μικρύνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμίκρυνεμικρύνετε
Αόριστος-Απαρέμφατομικρύνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμίκραιναμικραίναμε
Βμίκραινεςμικραίνατε
Γμίκραινεμίκραιναν & μικραίναν προφ. & μικραίνανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

μικραίνω ρήμ.

  1. Σσμικρύνω: Έκανε πλαστική για να μικρύνει τη μύτη της. Αμεγεθύνω1, μεγαλώνω1
  2. Σμειώνω1, ελαττώνω: Πρέπει να μικρύνετε τη διαφορά. Ααυξάνω
  3. Σκονταίνω2 προφ. Αψηλώνω2
  4. Σστενεύω1 Αφαρδαίνω1

μικραίνει

  1. Σσμικρύνεται
  2. Σμειώνεται: Η απόσταση μίκρυνε.

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.