Λεξισκόπιο: μετεωρίζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

με-τε-ω-ρί-ζο-μαι

Μορφολογία

μετεωρίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετεωρίζωμετεωρίζουμε & μετεωρίζομε διαλ.
Βμετεωρίζειςμετεωρίζετε
Γμετεωρίζειμετεωρίζουν & μετεωρίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμετεώριζεμετεωρίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήμετεωρίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετεώρισαμετεωρίσαμε
Βμετεώρισεςμετεωρίσατε
Γμετεώρισεμετεώρισαν & μετεωρίσαν προφ. & μετεωρίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετεωρίσωμετεωρίσουμε & μετεωρίσομε διαλ.
Βμετεωρίσειςμετεωρίσετε
Γμετεωρίσειμετεωρίσουν & μετεωρίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμετεώρισεμετεωρίστε
Αόριστος-Απαρέμφατομετεωρίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετεώριζαμετεωρίζαμε
Βμετεώριζεςμετεωρίζατε
Γμετεώριζεμετεώριζαν & μετεωρίζαν προφ. & μετεωρίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετεωρίζομαιμετεωριζόμαστε
Βμετεωρίζεσαιμετεωρίζεστε & μετεωριζόσαστε προφ.
Γμετεωρίζεταιμετεωρίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμετεωρίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήμετεωριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετεωρίστηκα & μετεωρίσθηκα λόγ. μετεωριστήκαμε & μετεωρισθήκαμε λόγ.
Βμετεωρίστηκες & μετεωρίσθηκες λόγ. μετεωριστήκατε & μετεωρισθήκατε λόγ.
Γμετεωρίστηκε & μετεωρίσθηκε λόγ. μετεωρίστηκαν & μετεωρίσθηκαν λόγ. & μετεωριστήκαν προφ. & μετεωριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετεωριστώ & μετεωρισθώ λόγ. μετεωριστούμε & μετεωρισθούμε λόγ.
Βμετεωριστείς & μετεωρισθείς λόγ. μετεωριστείτε & μετεωρισθείτε λόγ.
Γμετεωριστεί & μετεωρισθεί λόγ. μετεωριστούν & μετεωρισθούν λόγ. & μετεωρισθούνε λόγ. & μετεωριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμετεωρίσουμετεωριστείτε & μετεωρισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατομετεωριστεί & μετεωρισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμετεωριζόμουν & μετεωριζόμουνα προφ. μετεωριζόμασταν & μετεωριζόμαστε
Βμετεωριζόσουν & μετεωριζόσουνα προφ. μετεωριζόσασταν & μετεωριζόσαστε προφ.
Γμετεωριζόταν & μετεωριζότανε προφ. μετεωρίζονταν & μετεωριζόντανε προφ. & μετεωριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμετεωρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μετεωρίζομαι ρήμ.

Σείμαι μετέωρος, αιωρούμαι1: Ο αετός μετεωρίζεται σε μεγάλο ύψος.


8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.