Λεξισκόπιο: μεθυσμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

με-θυ-σμέ-νος

Μορφολογία

μεθάω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεθώ & μεθάω προφ. μεθάμε & μεθούμε
Βμεθάςμεθάτε
Γμεθά & μεθάει προφ. μεθούν & μεθάν προφ. & μεθάνε προφ. & μεθούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμέθα προφ. & μέθαγε προφ. μεθάτε
Ενεστώτας-Μετοχήμεθώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμέθυσαμεθύσαμε
Βμέθυσεςμεθύσατε
Γμέθυσεμέθυσαν & μεθύσαν προφ. & μεθύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεθύσωμεθύσουμε & μεθύσομε διαλ.
Βμεθύσειςμεθύσετε
Γμεθύσειμεθύσουν & μεθύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμέθυσε & μέθα προφ. μεθύστε
Αόριστος-Απαρέμφατομεθύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμεθούσα & μέθαγα προφ. μεθούσαμε & μεθάγαμε προφ.
Βμεθούσες & μέθαγες προφ. μεθούσατε & μεθάγατε προφ.
Γμεθούσε & μέθαγε προφ. μεθούσαν & μέθαγαν προφ. & μεθάγαν προφ. & μεθάγανε προφ. & μεθούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήμεθυσμένος

μεθυσμένος μτχ. παθ. παρακ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομεθυσμένοςοιμεθυσμένοι
Γενικήτουμεθυσμένουτωνμεθυσμένων
Αιτιατικήτομεθυσμένοτουςμεθυσμένους
Κλητική μεθυσμένε μεθυσμένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημεθυσμένηοιμεθυσμένες
Γενικήτηςμεθυσμένηςτωνμεθυσμένων
Αιτιατικήτημεθυσμένητιςμεθυσμένες
Κλητική μεθυσμένη μεθυσμένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομεθυσμένοταμεθυσμένα
Γενικήτουμεθυσμένουτωνμεθυσμένων
Αιτιατικήτομεθυσμένοταμεθυσμένα
Κλητική μεθυσμένο μεθυσμένα

Συνώνυμα - Αντίθετα

μεθάω ρήμ.

  1. Σφτιάχνω κεφάλι1 προφ., σουρώνω3 προφ. Αξεμεθάω
  2. Σσυνεπαίρνω1, παρασύρω3: Τους μέθυσε η νίκη τους.
  3. Σεκστασιάζομαι, ζαλίζομαι: Μέθυσε από ευτυχία.

μεθάει

Σβαράει στο κεφάλι, ζαλίζει


3 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.