Λεξισκόπιο: μεθοδικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

με-θο-δι-κός

Μορφολογία

μεθοδικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομεθοδικόςοιμεθοδικοί
Γενικήτουμεθοδικούτωνμεθοδικών
Αιτιατικήτομεθοδικότουςμεθοδικούς
Κλητική μεθοδικέ μεθοδικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημεθοδικήοιμεθοδικές
Γενικήτηςμεθοδικήςτωνμεθοδικών
Αιτιατικήτημεθοδικήτιςμεθοδικές
Κλητική μεθοδική μεθοδικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομεθοδικόταμεθοδικά
Γενικήτουμεθοδικούτωνμεθοδικών
Αιτιατικήτομεθοδικόταμεθοδικά
Κλητική μεθοδικό μεθοδικά

μεθοδικότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομεθοδικότεροςοιμεθοδικότεροι
Γενικήτουμεθοδικότερουτωνμεθοδικότερων
Αιτιατικήτομεθοδικότεροτουςμεθοδικότερους
Κλητική μεθοδικότερε μεθοδικότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημεθοδικότερηοιμεθοδικότερες
Γενικήτηςμεθοδικότερηςτωνμεθοδικότερων
Αιτιατικήτημεθοδικότερητιςμεθοδικότερες
Κλητική μεθοδικότερη μεθοδικότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομεθοδικότεροταμεθοδικότερα
Γενικήτουμεθοδικότερουτωνμεθοδικότερων
Αιτιατικήτομεθοδικότεροταμεθοδικότερα
Κλητική μεθοδικότερο μεθοδικότερα

μεθοδικότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομεθοδικότατοςοιμεθοδικότατοι
Γενικήτουμεθοδικότατουτωνμεθοδικότατων
Αιτιατικήτομεθοδικότατοτουςμεθοδικότατους
Κλητική μεθοδικότατε μεθοδικότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημεθοδικότατηοιμεθοδικότατες
Γενικήτηςμεθοδικότατηςτωνμεθοδικότατων
Αιτιατικήτημεθοδικότατητιςμεθοδικότατες
Κλητική μεθοδικότατη μεθοδικότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομεθοδικότατοταμεθοδικότατα
Γενικήτουμεθοδικότατουτωνμεθοδικότατων
Αιτιατικήτομεθοδικότατοταμεθοδικότατα
Κλητική μεθοδικότατο μεθοδικότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

μεθοδικός επίθ.

Σσυστηματικός, οργανωμένος


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.