Λεξισκόπιο: μαρτυρημένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μαρ-τυ-ρη-μέ-νος

Μορφολογία

μαρτυράω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαρτυρώ & μαρτυράω προφ. μαρτυράμε & μαρτυρούμε
Βμαρτυράς & μαρτυρείςμαρτυράτε & μαρτυρείτε
Γμαρτυρά & μαρτυρεί & μαρτυράει προφ. μαρτυρούν & μαρτυράν προφ. & μαρτυράνε προφ. & μαρτυρούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμαρτύραμαρτυράτε & μαρτυρείτε
Ενεστώτας-Μετοχήμαρτυρώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαρτύρησαμαρτυρήσαμε
Βμαρτύρησεςμαρτυρήσατε
Γμαρτύρησεμαρτύρησαν & μαρτυρήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαρτυρήσωμαρτυρήσουμε & μαρτυρήσομε διαλ.
Βμαρτυρήσειςμαρτυρήσετε
Γμαρτυρήσειμαρτυρήσουν & μαρτυρήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμαρτύρησεμαρτυρήσετε & μαρτυρήστε
Αόριστος-Απαρέμφατομαρτυρήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαρτυρούσαμαρτυρούσαμε
Βμαρτυρούσεςμαρτυρούσατε
Γμαρτυρούσεμαρτυρούσαν & μαρτυρούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γμαρτυρείταιμαρτυρούνται
Ενεστώτας-Μετοχήμαρτυρούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γμαρτυρήθηκεμαρτυρήθηκαν & μαρτυρηθήκαν προφ. & μαρτυρηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γμαρτυρηθείμαρτυρηθούν & μαρτυρηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Ενικός
Βμαρτυρήσου
Αόριστος-Απαρέμφατομαρτυρηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γμαρτυρούνταν & μαρτυρείτο λόγ. μαρτυρούνταν & μαρτυρούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήμαρτυρημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μαρτυράω1 ρήμ.

  1. Σομολογώ2, φανερώνω4, αποκαλύπτω1: Ποιος μαρτύρησε το μυστικό;
  2. Σκαταδίδω, προδίδω2, καρφώνω3 προφ.: Δε θα σε μαρτυρήσω ποτέ.

μαρτυρεί

Σαποδεικνύει, φανερώνει, δείχνει: Τα ερείπια μαρτυρούν ύπαρξη κτίσματος.

μαρτυρείται

Σμνημονεύεται, απαντά, απαντάται: Η λέξη μαρτυρείται σε μεσαιωνικά κείμενα.

μαρτυρημένος μτχ. ΓΛΩΣΣΟΛ.

Ααμάρτυρος


μαρτυράω2 ρήμ.

Σδεινοπαθώ, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, χτικιάζω3 προφ., φτύνω αίμα: Μαρτυρήσαμε να βρούμε θέση.


9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.