Λεξισκόπιο: μακρινός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μα-κρι-νός

Μορφολογία

μακρινός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομακρινόςοιμακρινοί
Γενικήτουμακρινούτωνμακρινών
Αιτιατικήτομακρινότουςμακρινούς
Κλητική μακρινέ μακρινοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημακρινήοιμακρινές
Γενικήτηςμακρινήςτωνμακρινών
Αιτιατικήτημακρινήτιςμακρινές
Κλητική μακρινή μακρινές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομακρινόταμακρινά
Γενικήτουμακρινούτωνμακρινών
Αιτιατικήτομακρινόταμακρινά
Κλητική μακρινό μακρινά

μακρινότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομακρινότεροςοιμακρινότεροι
Γενικήτουμακρινότερουτωνμακρινότερων
Αιτιατικήτομακρινότεροτουςμακρινότερους
Κλητική μακρινότερε μακρινότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημακρινότερηοιμακρινότερες
Γενικήτηςμακρινότερηςτωνμακρινότερων
Αιτιατικήτημακρινότερητιςμακρινότερες
Κλητική μακρινότερη μακρινότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομακρινότεροταμακρινότερα
Γενικήτουμακρινότερουτωνμακρινότερων
Αιτιατικήτομακρινότεροταμακρινότερα
Κλητική μακρινότερο μακρινότερα

μακρινότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήομακρινότατοςοιμακρινότατοι
Γενικήτουμακρινότατουτωνμακρινότατων
Αιτιατικήτομακρινότατοτουςμακρινότατους
Κλητική μακρινότατε μακρινότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήημακρινότατηοιμακρινότατες
Γενικήτηςμακρινότατηςτωνμακρινότατων
Αιτιατικήτημακρινότατητιςμακρινότατες
Κλητική μακρινότατη μακρινότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτομακρινότατοταμακρινότατα
Γενικήτουμακρινότατουτωνμακρινότατων
Αιτιατικήτομακρινότατοταμακρινότατα
Κλητική μακρινότατο μακρινότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

μακρινός επίθ.

  1. Σαπώτερος1 λόγ.: μακρινό παρελθόν Αάμεσος3, κοντινός3
  2. Σμακρύς3: μακρινή διαδρομή Ασύντομος1, βραχύς2 λόγ.
  3. Σαπομακρυσμένος, απόμακρος1: μακρινά μέρη Ακοντινός1

6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.