Λεξισκόπιο: μαγειρεμένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μα-γει-ρε-μέ-νος

Μορφολογία

μαγειρεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαγειρεύωμαγειρεύουμε & μαγειρεύομε διαλ.
Βμαγειρεύειςμαγειρεύετε
Γμαγειρεύειμαγειρεύουν & μαγειρεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμαγείρευεμαγειρεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήμαγειρεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαγείρεψαμαγειρέψαμε
Βμαγείρεψεςμαγειρέψατε
Γμαγείρεψεμαγείρεψαν & μαγειρέψαν προφ. & μαγειρέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαγειρέψωμαγειρέψουμε & μαγειρέψομε διαλ.
Βμαγειρέψειςμαγειρέψετε
Γμαγειρέψειμαγειρέψουν & μαγειρέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμαγείρεψεμαγειρέψτε
Αόριστος-Απαρέμφατομαγειρέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαγείρευαμαγειρεύαμε
Βμαγείρευεςμαγειρεύατε
Γμαγείρευεμαγείρευαν & μαγειρεύαν προφ. & μαγειρεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαγειρεύομαιμαγειρευόμαστε
Βμαγειρεύεσαιμαγειρεύεστε & μαγειρευόσαστε προφ.
Γμαγειρεύεταιμαγειρεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βμαγειρεύεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαγειρεύτηκαμαγειρευτήκαμε
Βμαγειρεύτηκεςμαγειρευτήκατε
Γμαγειρεύτηκεμαγειρεύτηκαν & μαγειρευτήκαν προφ. & μαγειρευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαγειρευτώμαγειρευτούμε
Βμαγειρευτείςμαγειρευτείτε
Γμαγειρευτείμαγειρευτούν & μαγειρευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμαγειρέψουμαγειρευτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατομαγειρευτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμαγειρευόμουν & μαγειρευόμουνα προφ. μαγειρευόμασταν & μαγειρευόμαστε
Βμαγειρευόσουν & μαγειρευόσουνα προφ. μαγειρευόσασταν & μαγειρευόσαστε προφ.
Γμαγειρευόταν & μαγειρευότανε προφ. μαγειρεύονταν & μαγειρευόντανε προφ. & μαγειρευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήμαγειρεμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

μαγειρεύω ρήμ.

  1. Σφτιάχνω φαγητό
  2. Σμηχανεύομαι: Κάτι μαγειρεύουν.
  3. Σπαραποιώ, αλλοιώνω2: Μαγείρεψαν τα αποτελέσματα.

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.