Λεξισκόπιο: λιπόψυχος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λι-πό-ψυ-χος

Μορφολογία

λιπόψυχος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιπόψυχοςοιλιπόψυχοι
Γενικήτουλιπόψυχουτωνλιπόψυχων
Αιτιατικήτολιπόψυχοτουςλιπόψυχους
Κλητική λιπόψυχε λιπόψυχοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλιπόψυχηοιλιπόψυχες
Γενικήτηςλιπόψυχηςτωνλιπόψυχων
Αιτιατικήτηλιπόψυχητιςλιπόψυχες
Κλητική λιπόψυχη λιπόψυχες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολιπόψυχοταλιπόψυχα
Γενικήτουλιπόψυχουτωνλιπόψυχων
Αιτιατικήτολιπόψυχοταλιπόψυχα
Κλητική λιπόψυχο λιπόψυχα

Συνώνυμα - Αντίθετα

λιπόψυχος επίθ.

Σλιγόψυχος, δειλός1 Αψυχωμένος

Προθήματα - Επιθήματα

λιπο- [lipo]

λιπό- [lipó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
λιπ- [lip] πριν από φωνήεν

Με την πρώτη και τη δεύτερη σημασία προέρχεται από το ρήμα λείπω και με την τρίτη σημασία από το ουσιαστικό λίπος.

1. Έλλειψη

Το λιπο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι υπάρχει έλλειψη ή ανεπάρκεια κάποιου στοιχείου. Για παράδειγμα, ο λιπόβαρος είναι αυτός που έχει λιγότερο βάρος από το κανονικό.

λιποθυμία

λιπόβαρος, -η, -ο

λιποθυμάω

λιποψυχία

λιπόθυμος, -η, -ο

λιποψυχώ

λιπόσαρκος, -η, -ο

λιπόψυχος, -η, -ο

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. λειψ-*.

2. Εγκατάλειψη

Σπανιότερα, το λιπο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάποιος εγκαταλείπει μια θέση. Για παράδειγμα, ο λιποτάκτης είναι αυτός που εγκαταλείπει τις στρατιωτικές τάξεις.

λιποτάκτης

λιποτακτώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(νομ.) Με αυτή τη σημασία το λιπο- σχηματίζει νομικούς όρους.

λιπένορκος, λιπομάρτυρας

3. Λιπαρή ουσία

(επιστημ.) Το λιπο- σχηματίζει επιστημονικές λέξεις που αναφέρονται στις λιπαρές ουσίες. Για παράδειγμα, η λιποαναρρόφηση είναι χειρουργική επέμβαση με σκοπό την αφαίρεση του λίπους με αναρρόφησή του.

λιπ(ο)αναρρόφηση

λιποειδής, -ής, -ές

λιποδιάλυση

λιποκύτταρο

λιπομέτρηση

λιπομετρητής

λιποπρωτεΐνη


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.