Λεξισκόπιο: λίγο

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

λί-γο

Μορφολογία

λίγο επίρρ.

λιγότερο επίρρ. συγκρ.


λίγος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολίγοςοιλίγοι
Γενικήτουλίγουτωνλίγων
Αιτιατικήτολίγοτουςλίγους
Κλητική λίγε λίγοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλίγηοιλίγες
Γενικήτηςλίγηςτωνλίγων
Αιτιατικήτηλίγητιςλίγες
Κλητική λίγη λίγες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολίγοταλίγα
Γενικήτουλίγουτωνλίγων
Αιτιατικήτολίγοταλίγα
Κλητική λίγο λίγα

λιγότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήολιγότεροςοιλιγότεροι
Γενικήτουλιγότερουτωνλιγότερων
Αιτιατικήτολιγότεροτουςλιγότερους
Κλητική λιγότερε λιγότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηλιγότερηοιλιγότερες
Γενικήτηςλιγότερηςτωνλιγότερων
Αιτιατικήτηλιγότερητιςλιγότερες
Κλητική λιγότερη λιγότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτολιγότεροταλιγότερα
Γενικήτουλιγότερουτωνλιγότερων
Αιτιατικήτολιγότεροταλιγότερα
Κλητική λιγότερο λιγότερα

Συνώνυμα - Αντίθετα

λίγο επίρρ.

  1. Απολύ: λίγο καλύτερος
  2. Σκάπως2: Είναι λίγο περίεργο αυτό που έγινε.

λίγος επίθ.

  1. Σλιγοστός, περιορισμένος1: λίγο φαγητό Απολύς2
  2. Σσύντομος1, βραχύς2 λόγ.: σε λίγο χρόνο
  3. Σανεπαρκής2, ανάξιος3: λίγος για τη δουλειά αυτή

λίγοι

Σολιγάριθμοι


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.