Λεξισκόπιο: κόσμιος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κό-σμι-ος

Μορφολογία

κόσμιος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκόσμιοςοικόσμιοι
Γενικήτουκόσμιου & κοσμίου λόγ. τωνκόσμιων & κοσμίων λόγ.
Αιτιατικήτονκόσμιοτουςκόσμιους & κοσμίους λόγ.
Κλητική κόσμιε κόσμιοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκόσμια & κοσμία λόγ. οικόσμιες
Γενικήτηςκόσμιας & κοσμίας λόγ. τωνκόσμιων & κοσμίων λόγ.
Αιτιατικήτηνκόσμια & κοσμία λόγ. τιςκόσμιες
Κλητική κόσμια & κοσμία λόγ.  κόσμιες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκόσμιοτακόσμια
Γενικήτουκόσμιου & κοσμίου λόγ. τωνκόσμιων & κοσμίων λόγ.
Αιτιατικήτοκόσμιοτακόσμια
Κλητική κόσμιο κόσμια

κοσμιότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκοσμιότεροςοικοσμιότεροι
Γενικήτουκοσμιότερου & κοσμιοτάτου λόγ. & κοσμιοτέρου λόγ. τωνκοσμιότερων & κοσμιοτάτων λόγ. & κοσμιοτέρων λόγ.
Αιτιατικήτονκοσμιότεροτουςκοσμιότερους & κοσμιοτάτους λόγ. & κοσμιοτέρους λόγ.
Κλητική κοσμιότερε κοσμιότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκοσμιότερη & κοσμιοτέρα λόγ. οικοσμιότερες
Γενικήτηςκοσμιότερης & κοσμιοτέρας λόγ. τωνκοσμιότερων & κοσμιοτάτων λόγ. & κοσμιοτέρων λόγ.
Αιτιατικήτηνκοσμιότερη & κοσμιοτέρα λόγ. τιςκοσμιότερες
Κλητική κοσμιότερη & κοσμιοτέρα λόγ.  κοσμιότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκοσμιότεροτακοσμιότερα
Γενικήτουκοσμιότερου & κοσμιοτάτου λόγ. & κοσμιοτέρου λόγ. τωνκοσμιότερων & κοσμιοτάτων λόγ. & κοσμιοτέρων λόγ.
Αιτιατικήτοκοσμιότεροτακοσμιότερα
Κλητική κοσμιότερο κοσμιότερα

κοσμιότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκοσμιότατοςοικοσμιότατοι
Γενικήτουκοσμιότατουτωνκοσμιότατων
Αιτιατικήτονκοσμιότατοτουςκοσμιότατους
Κλητική κοσμιότατε κοσμιότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκοσμιότατη & κοσμιοτάτη λόγ. οικοσμιότατες
Γενικήτηςκοσμιότατης & κοσμιοτάτης λόγ. τωνκοσμιότατων
Αιτιατικήτηνκοσμιότατη & κοσμιοτάτη λόγ. τιςκοσμιότατες
Κλητική κοσμιότατη & κοσμιοτάτη λόγ.  κοσμιότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκοσμιότατοτακοσμιότατα
Γενικήτουκοσμιότατουτωνκοσμιότατων
Αιτιατικήτοκοσμιότατοτακοσμιότατα
Κλητική κοσμιότατο κοσμιότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

κόσμιος επίθ. λόγ.

Σευπρεπής1 Αάκοσμος λόγ., απρεπής


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.