Λεξισκόπιο: κρεβατώνομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κρε-βα-τώ-νο-μαι

Μορφολογία

κρεβατώνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρεβατώνωκρεβατώνουμε & κρεβατώνομε διαλ.
Βκρεβατώνειςκρεβατώνετε
Γκρεβατώνεικρεβατώνουν & κρεβατώνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκρεβάτωνεκρεβατώνετε
Ενεστώτας-Μετοχήκρεβατώνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρεβάτωσακρεβατώσαμε
Βκρεβάτωσεςκρεβατώσατε
Γκρεβάτωσεκρεβάτωσαν & κρεβατώσαν προφ. & κρεβατώσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρεβατώσωκρεβατώσουμε & κρεβατώσομε διαλ.
Βκρεβατώσειςκρεβατώσετε
Γκρεβατώσεικρεβατώσουν & κρεβατώσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκρεβάτωσεκρεβατώστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκρεβατώσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρεβάτωνακρεβατώναμε
Βκρεβάτωνεςκρεβατώνατε
Γκρεβάτωνεκρεβάτωναν & κρεβατώναν προφ. & κρεβατώνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρεβατώνομαικρεβατωνόμαστε
Βκρεβατώνεσαικρεβατώνεστε & κρεβατωνόσαστε προφ.
Γκρεβατώνεταικρεβατώνονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκρεβατώνεστε
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρεβατώθηκακρεβατωθήκαμε
Βκρεβατώθηκεςκρεβατωθήκατε
Γκρεβατώθηκεκρεβατώθηκαν & κρεβατωθήκαν προφ. & κρεβατωθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρεβατωθώκρεβατωθούμε
Βκρεβατωθείςκρεβατωθείτε
Γκρεβατωθείκρεβατωθούν & κρεβατωθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκρεβατώσουκρεβατωθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκρεβατωθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακρεβατωνόμουν & κρεβατωνόμουνα προφ. κρεβατωνόμασταν & κρεβατωνόμαστε
Βκρεβατωνόσουν & κρεβατωνόσουνα προφ. κρεβατωνόσασταν & κρεβατωνόσαστε προφ.
Γκρεβατωνόταν & κρεβατωνότανε προφ. κρεβατώνονταν & κρεβατωνόντανε προφ. & κρεβατωνόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκρεβατωμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κρεβατώνει ρήμ. προφ.

Σρίχνει στο κρεβάτι: Το κρύωμα με κρεβάτωσε για τα καλά.

κρεβατώνομαι

Σαρρωσταίνω1, πέφτω άρρωστος


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.