Λεξισκόπιο: κρίσιμος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κρί-σι-μος

Μορφολογία

κρίσιμος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκρίσιμοςοικρίσιμοι
Γενικήτουκρίσιμουτωνκρίσιμων
Αιτιατικήτονκρίσιμοτουςκρίσιμους
Κλητική κρίσιμε κρίσιμοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκρίσιμηοικρίσιμες
Γενικήτηςκρίσιμηςτωνκρίσιμων
Αιτιατικήτηνκρίσιμητιςκρίσιμες
Κλητική κρίσιμη κρίσιμες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκρίσιμοτακρίσιμα
Γενικήτουκρίσιμουτωνκρίσιμων
Αιτιατικήτοκρίσιμοτακρίσιμα
Κλητική κρίσιμο κρίσιμα

κρισιμότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκρισιμότεροςοικρισιμότεροι
Γενικήτουκρισιμότερουτωνκρισιμότερων
Αιτιατικήτονκρισιμότεροτουςκρισιμότερους
Κλητική κρισιμότερε κρισιμότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκρισιμότερηοικρισιμότερες
Γενικήτηςκρισιμότερηςτωνκρισιμότερων
Αιτιατικήτηνκρισιμότερητιςκρισιμότερες
Κλητική κρισιμότερη κρισιμότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκρισιμότεροτακρισιμότερα
Γενικήτουκρισιμότερουτωνκρισιμότερων
Αιτιατικήτοκρισιμότεροτακρισιμότερα
Κλητική κρισιμότερο κρισιμότερα

κρισιμότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκρισιμότατοςοικρισιμότατοι
Γενικήτουκρισιμότατουτωνκρισιμότατων
Αιτιατικήτονκρισιμότατοτουςκρισιμότατους
Κλητική κρισιμότατε κρισιμότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκρισιμότατηοικρισιμότατες
Γενικήτηςκρισιμότατηςτωνκρισιμότατων
Αιτιατικήτηνκρισιμότατητιςκρισιμότατες
Κλητική κρισιμότατη κρισιμότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκρισιμότατοτακρισιμότατα
Γενικήτουκρισιμότατουτωνκρισιμότατων
Αιτιατικήτοκρισιμότατοτακρισιμότατα
Κλητική κρισιμότατο κρισιμότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

κρίσιμος επίθ.

  1. Σαποφασιστικός2: η κρίσιμη ηλικία της εφηβείας
  2. Σεπικίνδυνος, ανησυχητικός, σοβαρός5: Η κατάστασή του είναι κρίσιμη. Αακίνδυνος

2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.