Λεξισκόπιο: κολακεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κο-λα-κεύ-ω

Μορφολογία

κολακεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολακεύωκολακεύουμε & κολακεύομε διαλ.
Βκολακεύειςκολακεύετε
Γκολακεύεικολακεύουν & κολακεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκολάκευεκολακεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήκολακεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολάκεψακολακέψαμε
Βκολάκεψεςκολακέψατε
Γκολάκεψεκολάκεψαν & κολακέψαν προφ. & κολακέψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολακέψωκολακέψουμε & κολακέψομε διαλ.
Βκολακέψειςκολακέψετε
Γκολακέψεικολακέψουν & κολακέψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκολάκεψεκολακέψτε & κολακεύτε προφ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκολακέψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολάκευακολακεύαμε
Βκολάκευεςκολακεύατε
Γκολάκευεκολάκευαν & κολακεύαν προφ. & κολακεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολακεύομαικολακευόμαστε
Βκολακεύεσαικολακεύεστε & κολακευόσαστε προφ.
Γκολακεύεταικολακεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκολακεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκολακευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολακεύτηκα & κολακεύθηκα λόγ. κολακευτήκαμε & κολακευθήκαμε λόγ.
Βκολακεύτηκες & κολακεύθηκες λόγ. κολακευτήκατε & κολακευθήκατε λόγ.
Γκολακεύτηκε & κολακεύθηκε λόγ. κολακεύτηκαν & κολακεύθηκαν λόγ. & κολακευτήκαν προφ. & κολακευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολακευτώ & κολακευθώ λόγ. κολακευτούμε & κολακευθούμε λόγ.
Βκολακευτείς & κολακευθείς λόγ. κολακευτείτε & κολακευθείτε λόγ.
Γκολακευτεί & κολακευθεί λόγ. κολακευτούν & κολακευθούν λόγ. & κολακευθούνε λόγ. & κολακευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκολακέψουκολακευτείτε & κολακευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκολακευτεί & κολακευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακολακευόμουν & κολακευόμουνα προφ. κολακευόμασταν & κολακευόμαστε
Βκολακευόσουν & κολακευόσουνα προφ. κολακευόσασταν & κολακευόσαστε προφ.
Γκολακευόταν & κολακευότανε προφ. κολακεύονταν & κολακευόντανε προφ. & κολακευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκολακευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κολακεύω ρήμ.

  1. Σγλείφω προφ.+μειωτ., λιβανίζω2: Κολακεύει συνεχώς τους ανωτέρους του.
  2. Σκανακεύω προφ., θωπεύω2 λόγ.: Κολακεύει τον εγωισμό του.
  3. Σικανοποιώ1, ευχαριστώ1: Με κολακεύει η προτίμησή σας.
  4. Σαναδεικνύω1, τονίζω3: Η φωτογραφία την κολακεύει.

1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.