Λεξισκόπιο: κλαίω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κλαί-ω

Μορφολογία

κλαίω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακλαίωκλαίμε
Βκλαιςκλαίτε
Γκλαίεικλαίνε & κλαιν
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκλαίγεκλαίτε
Ενεστώτας-Μετοχήκλαίγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέκλαψακλάψαμε
Βέκλαψεςκλάψατε
Γέκλαψεέκλαψαν & κλάψαν προφ. & κλάψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακλάψωκλάψουμε & κλάψομε διαλ.
Βκλάψειςκλάψετε
Γκλάψεικλάψουν & κλάψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκλάψεκλάψετε & κλάψτε & κλαύτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκλάψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέκλαιγακλαίγαμε
Βέκλαιγεςκλαίγατε
Γέκλαιγεέκλαιγαν & κλαίγαν προφ. & κλαίγανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακλαίγομαικλαιγόμαστε
Βκλαίγεσαικλαίγεστε & κλαιγόσαστε προφ.
Γκλαίγεταικλαίγονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκλαίγεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκλαιγόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακλαύτηκακλαυτήκαμε
Βκλαύτηκεςκλαυτήκατε
Γκλαύτηκεκλαύτηκαν & κλαυτήκαν προφ. & κλαυτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακλαυτώκλαυτούμε
Βκλαυτείςκλαυτείτε
Γκλαυτείκλαυτούν & κλαυτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκλάψουκλαυτείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκλαυτεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακλαιγόμουν & κλαιγόμουνα προφ. κλαιγόμασταν & κλαιγόμαστε
Βκλαιγόσουν & κλαιγόσουνα προφ. κλαιγόσασταν & κλαιγόσαστε προφ.
Γκλαιγόταν & κλαιγότανε προφ. κλαίγονταν & κλαιγόντανε προφ. & κλαιγόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκλαμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κλαίω ρήμ.

  1. Σ: βάζω τα κλάματα, χύνω δάκρυα Αγελάω1
  2. Σθρηνώ, θρηνολογώ, μοιρολογάω: Έκλαιγε το νεκρό όλη νύχτα.
  3. Σλυπάμαι2, οικτίρω1 λόγ.: Είναι να τον κλαις.

κλαίγομαι προφ.

Σκλαψουρίζω2, παραπονιέμαι1, μεμψιμοιρώ


6 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.