Λεξισκόπιο: κενό

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κε-νό

Μορφολογία

κενό ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκενότακενά
Γενικήτουκενούτωνκενών
Αιτιατικήτοκενότακενά
Κλητική κενό κενά

κενός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκενόςοικενοί
Γενικήτουκενούτωνκενών
Αιτιατικήτονκενότουςκενούς
Κλητική κενέ κενοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκενήοικενές
Γενικήτηςκενήςτωνκενών
Αιτιατικήτηνκενήτιςκενές
Κλητική κενή κενές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκενότακενά
Γενικήτουκενούτωνκενών
Αιτιατικήτοκενότακενά
Κλητική κενό κενά

κενότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκενότεροςοικενότεροι
Γενικήτουκενότερουτωνκενότερων
Αιτιατικήτονκενότεροτουςκενότερους
Κλητική κενότερε κενότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκενότερηοικενότερες
Γενικήτηςκενότερηςτωνκενότερων
Αιτιατικήτηνκενότερητιςκενότερες
Κλητική κενότερη κενότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκενότεροτακενότερα
Γενικήτουκενότερουτωνκενότερων
Αιτιατικήτοκενότεροτακενότερα
Κλητική κενότερο κενότερα

κενότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκενότατοςοικενότατοι
Γενικήτουκενότατουτωνκενότατων
Αιτιατικήτονκενότατοτουςκενότατους
Κλητική κενότατε κενότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκενότατηοικενότατες
Γενικήτηςκενότατηςτωνκενότατων
Αιτιατικήτηνκενότατητιςκενότατες
Κλητική κενότατη κενότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκενότατοτακενότατα
Γενικήτουκενότατουτωνκενότατων
Αιτιατικήτοκενότατοτακενότατα
Κλητική κενότατο κενότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

κενό ουσ.

  1. Σχάος1, άπειρο
  2. Σχάσμα2: κενά της μνήμης
  3. Σέλλειψη1, απουσία2: Ο θάνατός του άφησε δυσαναπλήρωτο κενό.

κενός επίθ.

  1. Σάδειος1, αδειανός1: κενός χώρος Αγεμάτος1
  2. Σελεύθερος5, διαθέσιμος: κενές θέσεις
  3. Σρηχός2, επιφανειακός2, ανούσιος1, κούφιος4 προφ.: κενά λόγια

9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.