Λεξισκόπιο: κατοικημένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-τοι-κη-μέ-νος

Μορφολογία

κατοικώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατοικώκατοικούμε
Βκατοικείςκατοικείτε
Γκατοικείκατοικούν & κατοικούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκατοικείτε
Ενεστώτας-Μετοχήκατοικώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατοίκησακατοικήσαμε
Βκατοίκησεςκατοικήσατε
Γκατοίκησεκατοίκησαν & κατοικήσαν προφ. & κατοικήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατοικήσωκατοικήσουμε & κατοικήσομε διαλ.
Βκατοικήσειςκατοικήσετε
Γκατοικήσεικατοικήσουν & κατοικήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατοίκησεκατοικήσετε & κατοικήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκατοικήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατοικούσακατοικούσαμε
Βκατοικούσεςκατοικούσατε
Γκατοικούσεκατοικούσαν & κατοικούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατοικούμαικατοικούμαστε
Βκατοικείσαικατοικείστε
Γκατοικείταικατοικούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκατοικείστε
Ενεστώτας-Μετοχήκατοικούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατοικήθηκακατοικηθήκαμε
Βκατοικήθηκεςκατοικηθήκατε
Γκατοικήθηκεκατοικήθηκαν & κατοικηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακατοικηθώκατοικηθούμε
Βκατοικηθείςκατοικηθείτε
Γκατοικηθείκατοικηθούν & κατοικηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκατοικήσουκατοικηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκατοικηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Α------
Β------
Γκατοικούνταν & κατοικείτο λόγ. κατοικούνταν & κατοικούντο λόγ.
Παρακείμενος-Μετοχήκατοικημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

κατοικώ ρήμ.

Σδιαμένω λόγ., μένω1, κάθομαι3, ζω3


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.