Λεξισκόπιο: καλομαθημένος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-λο-μα-θη-μέ-νος

Μορφολογία

καλομαθαίνω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλομαθαίνωκαλομαθαίνουμε & καλομαθαίνομε διαλ.
Βκαλομαθαίνειςκαλομαθαίνετε
Γκαλομαθαίνεικαλομαθαίνουν & καλομαθαίνουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαλομάθαινεκαλομαθαίνετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαλομαθαίνοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλοέμαθα & καλόμαθακαλομάθαμε
Βκαλοέμαθες & καλόμαθεςκαλομάθατε
Γκαλοέμαθε & καλόμαθεκαλοέμαθαν & καλόμαθαν & καλομάθαν προφ. & καλομάθανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλομάθωκαλομάθουμε & καλομάθομε διαλ.
Βκαλομάθειςκαλομάθετε
Γκαλομάθεικαλομάθουν & καλομάθουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαλόμαθεκαλομάθετε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαλομάθει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαλομάθαινακαλομαθαίναμε
Βκαλομάθαινεςκαλομαθαίνατε
Γκαλομάθαινεκαλομάθαιναν & καλομαθαίναν προφ. & καλομαθαίνανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Παρακείμενος-Μετοχήκαλομαθημένος

καλομαθημένος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκαλομαθημένοςοικαλομαθημένοι
Γενικήτουκαλομαθημένουτωνκαλομαθημένων
Αιτιατικήτονκαλομαθημένοτουςκαλομαθημένους
Κλητική καλομαθημένε καλομαθημένοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκαλομαθημένηοικαλομαθημένες
Γενικήτηςκαλομαθημένηςτωνκαλομαθημένων
Αιτιατικήτηνκαλομαθημένητιςκαλομαθημένες
Κλητική καλομαθημένη καλομαθημένες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκαλομαθημένοτακαλομαθημένα
Γενικήτουκαλομαθημένουτωνκαλομαθημένων
Αιτιατικήτοκαλομαθημένοτακαλομαθημένα
Κλητική καλομαθημένο καλομαθημένα

Συνώνυμα - Αντίθετα

καλομαθαίνω ρήμ.

  1. Σκακομαθαίνω1: Του κάνεις όλα τα χατίρια και θα τον καλομάθεις!
  2. Σκαλοσυνηθίζω1, γλυκαίνομαι
  3. Σμαθαίνω καλά: Δεν το καλόμαθε το ποίημα.

καλομαθημένος επίθ.

Σκακομαθημένος, παραχαϊδεμένος


2 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.