Λεξισκόπιο: κακό

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-κό

Μορφολογία

κακό ουσ. ουδ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκακότακακά
Γενικήτουκακούτωνκακών
Αιτιατικήτοκακότακακά
Κλητική κακό κακά

κακός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκακόςοικακοί
Γενικήτουκακούτωνκακών
Αιτιατικήτονκακότουςκακούς
Κλητική κακέ κακοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκακή & κακιάοικακές
Γενικήτηςκακής & κακιάςτωνκακών
Αιτιατικήτηνκακή & κακιάτιςκακές
Κλητική κακή & κακιά κακές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκακότακακά
Γενικήτουκακούτωνκακών
Αιτιατικήτοκακότακακά
Κλητική κακό κακά

κάκιστος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκάκιστοςοικάκιστοι
Γενικήτουκάκιστουτωνκάκιστων
Αιτιατικήτονκάκιστοτουςκάκιστους
Κλητική κάκιστε κάκιστοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκάκιστηοικάκιστες
Γενικήτηςκάκιστηςτωνκάκιστων
Αιτιατικήτηνκάκιστητιςκάκιστες
Κλητική κάκιστη κάκιστες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκάκιστοτακάκιστα
Γενικήτουκάκιστουτωνκάκιστων
Αιτιατικήτοκάκιστοτακάκιστα
Κλητική κάκιστο κάκιστα

Συνώνυμα - Αντίθετα

κακό ουσ.

  1. Ακαλό1: η πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό
  2. Σμειονέκτημα1: Τι κακό βρίσκεις στην πρότασή μου; Απλεονέκτημα
  3. Σσυμφορά, δυστυχία2: Μας βρήκε μεγάλο κακό.
  4. Σσαματάς προφ., βαβούρα1 προφ., φασαρία1, ντόρος προφ.: Τι κακό είν' αυτό που γίνεται εκεί έξω!

κακά

Σπεριττώματα, κόπρανα λόγ.


κακός επίθ.

  1. Σμοχθηρός, κακόψυχος Ακαλοσυνάτος1, καλός1, άκακος1
  2. Σανήθικος: κακές παρέες Αηθικός1
  3. Σδυσάρεστος2: κακές ειδήσεις Αευχάριστος
  4. Σβλαβερός Αωφέλιμος, χρήσιμος
  5. Σάστοχος1 Αεύστοχος
  6. Σδυσμενής2 λόγ. Αευνοϊκός1
  7. Σακατάλληλος1: κακός δάσκαλος Ακατάλληλος1, καλός11
  8. Σλαθεμένος: κακός υπολογισμός Ασωστός1
  9. Σανίκανος1 Αικανός1
  10. Σαδύνατος4, αμελής: κακός μαθητής Αδυνατός4, επιμελής1
  11. Αωραίος4, καλός15: κακή ταινία
  12. Σαπείθαρχος, ανυπάκουος: κακό παιδί

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.