Λεξισκόπιο: καινοτόμος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

και-νο-τό-μος

Μορφολογία

καινοτόμος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοκαινοτόμοςοικαινοτόμοι
Γενικήτουκαινοτόμουτωνκαινοτόμων
Αιτιατικήτονκαινοτόμοτουςκαινοτόμους
Κλητική καινοτόμε καινοτόμοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηκαινοτόμα & καινοτόμος λόγ. οικαινοτόμες & καινοτόμοι λόγ.
Γενικήτηςκαινοτόμας & καινοτόμου λόγ. τωνκαινοτόμων λόγ.
Αιτιατικήτηνκαινοτόμα & καινοτόμο λόγ. τιςκαινοτόμες & καινοτόμους λόγ.
Κλητική καινοτόμα & καινοτόμε λόγ.  καινοτόμες & καινοτόμοι λόγ.
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοκαινοτόμοτακαινοτόμα
Γενικήτουκαινοτόμουτωνκαινοτόμων
Αιτιατικήτοκαινοτόμοτακαινοτόμα
Κλητική καινοτόμο καινοτόμα

Συνώνυμα - Αντίθετα

καινοτόμος ουσ.

Σνεοτεριστής


καινοτόμος επίθ.

Σνεοτεριστικός

Προθήματα - Επιθήματα

καινο- [k̃eno]

καινό- [k̃enó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το αρχαίο επίθετο καινός (= καινούριος).

1. Καινούριο

Το καινο- είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται σε κάτι καινούριο. Για παράδειγμα, η καινοτομία είναι μια καινούρια αντίληψη ή μια καινούρια πρακτική.

καινοτομία

καινοτόμος, -α, -ο

καινοτομώ

καινοφανής, -ής, -ές

▶ Στο επίθετο καινοζωικός, -ή, -ό (γεωλογία) αποδίδεται ο διεθνής όρος caeno-, που ανάγεται στο ελληνικό καινο-.

-τομ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τομ- αναφέρονται στο κόψιμο ή στη χάραξη με αιχμηρό αντικείμενο, πολλές φορές με σκοπό κάποια ιατρική εξέταση ή επέμβαση.Το συστατικό -τομ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό τόμος (= κομμάτι, φέτα). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-τομώ [tomó]

Για παράδειγμα, όταν διχοτομούμε μια έκταση τη διαιρούμε σε δύο ίσα μέρη, ενώ όταν υλοτομούμε ένα δάσος κόβουμε τα δέντρα με σκοπό την παραγωγή ξυλείας.

διχοτομώ, καινοτομώ, καρατομώ, ορθοτομώ, ρυμοτομώ, τριχοτομώ, υλοτομώ

Ουσιαστικά

-τομείο [tomío]

Για παράδειγμα, το λατομείο είναι το μέρος όπου γίνεται εξόρυξη μαρμάρου και πέτρας, ενώ το νεκροτομείο είναι το μέρος όπου γίνεται νεκροψία και νεκροτομή των πτωμάτων.

ανατομείο, λατομείο, νεκροτομείο

-τομή [tomí]

(ιατρ.) Για παράδειγμα, η τραχειοτομή είναι η τομή και διάνοιξη της τραχείας με χειρουργική επέμβαση.

θωρακοτομή, κρανιοτομή, λοβοτομή, νεκροτομή, περιτομή, τραχειοτομή

⇨ Συχνότεροι με αυτή τη σημασία είναι οι τύποι σε -εκτομή*.

✔ Η λέξη κατατομή έχει διαφορετική σημασία και δηλώνει την πλάγια όψη ενός προσώπου (προφίλ).

-τόμηση [tómisi]

Για παράδειγμα, η υλοτόμηση είναι το συστηματικό κόψιμο δέντρων με σκοπό την παραγωγή ξυλείας.

διχοτόμηση, καρατόμηση, λατόμηση, λοβοτόμηση (ιατρ.), λοξοτόμηση, ορθοτόμηση, ρυμοτόμηση, σπειροτόμηση (ιατρ.), υλοτόμηση

-τομία [tomía]

(ιατρ.) Για παράδειγμα, η οστεοτομία είναι η χάραξη του οστού με χειρουργική επέμβαση.

ανατομία, καρδιοτομία, λαπαροτομία, νεκροτομία, οστεοτομία, τραχειοτομία, φλεβοτομία

⇨ Με παρόμοια σημασία χρησιμοποιείται και το -εκτομία*.

✔ Κάποιες λέξεις σε -τομία ανήκουν στο γενικό λεξιλόγιο. Για παράδειγμα, η ρυμοτομία είναι ο κλάδος της πολεοδομίας που ασχολείται με τη χάραξη των δρόμων σε ένα οικισμό, ενώ καινοτομία είναι καθετί νέο και πρωτοποριακό.

διχοτομία, καινοτομία, ρυμοτομία, τριχοτομία, υλοτομία

-τόμος [tómos]

Για παράδειγμα, ο νεκροτόμος είναι ο επιστήμονας που ανοίγει τα πτώματα για να κάνει νεκροψία.

ανατόμος, λιθοτόμος, νεκροτόμος, οστεοτόμος (ιατρ.), ρυμοτόμος, σπειροτόμος (τεχν.), υλοτόμος

✔ Σπάνια είναι τα θηλυκά ουσιαστικά σε -τόμος.

διχοτόμος (γεωμ.), λαιμητόμος

Επίθετα

-τομικός [tomikós], -τομική, -τομικό

Για παράδειγμα, το ρυμοτομικό σχέδιο ενός οικισμού αφορά τη χάραξη των δρόμων.

ανατομικός, διχοτομικός, ρυμοτομικός, υλοτομικός

-τομος [tomos], -τομη, -τομο

Για παράδειγμα, μια δεκάτομη εγκυκλοπαίδεια αποτελείται από δέκα τόμους, ενώ ένα επίτομο λεξικό μόνον από έναν.

δεκάτομος, δίτομος, δωδεκάτομος, εξάτομος, επίτομος, επτάτομος, οκτάτομος, πεντάτομος, πολύτομος, σύντομος, τετράτομος, τρίτομος

-τόμος [tómos], -τόμα, -τόμο (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, οι καινοτόμες ιδέες εισάγουν κάτι νέο και πρωτοποριακό.

καινοτόμος

4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.