Λεξισκόπιο: καθολικεύω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

κα-θο-λι-κεύ-ω

Μορφολογία

καθολικεύω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθολικεύωκαθολικεύουμε & καθολικεύομε διαλ.
Βκαθολικεύειςκαθολικεύετε
Γκαθολικεύεικαθολικεύουν & καθολικεύουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθολίκευεκαθολικεύετε
Ενεστώτας-Μετοχήκαθολικεύοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθολίκευσακαθολικεύσαμε
Βκαθολίκευσεςκαθολικεύσατε
Γκαθολίκευσεκαθολίκευσαν & καθολικεύσαν προφ. & καθολικεύσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθολικεύσωκαθολικεύσουμε & καθολικεύσομε διαλ.
Βκαθολικεύσειςκαθολικεύσετε
Γκαθολικεύσεικαθολικεύσουν & καθολικεύσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθολίκευσεκαθολικεύσετε & καθολικεύστε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαθολικεύσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθολίκευακαθολικεύαμε
Βκαθολίκευεςκαθολικεύατε
Γκαθολίκευεκαθολίκευαν & καθολικεύαν προφ. & καθολικεύανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθολικεύομαικαθολικευόμαστε
Βκαθολικεύεσαικαθολικεύεστε & καθολικευόσαστε προφ.
Γκαθολικεύεταικαθολικεύονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαθολικεύεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκαθολικευόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθολικεύτηκα & καθολικεύθηκα λόγ. καθολικευτήκαμε & καθολικευθήκαμε λόγ.
Βκαθολικεύτηκες & καθολικεύθηκες λόγ. καθολικευτήκατε & καθολικευθήκατε λόγ.
Γκαθολικεύτηκε & καθολικεύθηκε λόγ. καθολικεύτηκαν & καθολικεύθηκαν λόγ. & καθολικευτήκαν προφ. & καθολικευτήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθολικευτώ & καθολικευθώ λόγ. καθολικευτούμε & καθολικευθούμε λόγ.
Βκαθολικευτείς & καθολικευθείς λόγ. καθολικευτείτε & καθολικευθείτε λόγ.
Γκαθολικευτεί & καθολικευθεί λόγ. καθολικευτούν & καθολικευθούν λόγ. & καθολικευθούνε λόγ. & καθολικευτούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαθολικεύσουκαθολικευτείτε & καθολικευθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοκαθολικευτεί & καθολικευθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαθολικευόμουν & καθολικευόμουνα προφ. καθολικευόμασταν & καθολικευόμαστε
Βκαθολικευόσουν & καθολικευόσουνα προφ. καθολικευόσασταν & καθολικευόσαστε προφ.
Γκαθολικευόταν & καθολικευότανε προφ. καθολικεύονταν & καθολικευόντανε προφ. & καθολικευόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαθολικευμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καθολικεύω ρήμ.

Σγενικεύω1


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.