Λεξισκόπιο: καίει

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

καί-ει

Μορφολογία

καίω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαίωκαίμε
Βκαιςκαίτε
Γκαίεικαίνε & καιν
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκαίγεκαίτε
Ενεστώτας-Μετοχήκαίγοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέκαψακάψαμε
Βέκαψεςκάψατε
Γέκαψεέκαψαν & κάψαν προφ. & κάψανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακάψωκάψουμε & κάψομε διαλ.
Βκάψειςκάψετε
Γκάψεικάψουν & κάψουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκάψεκάψετε & κάψτε & καύτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκάψει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέκαιγακαίγαμε
Βέκαιγεςκαίγατε
Γέκαιγεέκαιγαν & καίγαν προφ. & καίγανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαίγομαικαιγόμαστε
Βκαίγεσαικαίγεστε & καιγόσαστε προφ.
Γκαίγεταικαίγονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βκαίγεστε
Ενεστώτας-Μετοχήκαιγόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακάηκακαήκαμε
Βκάηκεςκαήκατε
Γκάηκεκάηκαν & καήκαν προφ. & καήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαώκαούμε
Βκαείςκαείτε
Γκαείκαούν & καούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βκάψουκαείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοκαεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Ακαιγόμουν & καιγόμουνα προφ. καιγόμασταν & καιγόμαστε
Βκαιγόσουν & καιγόσουνα προφ. καιγόσασταν & καιγόσαστε προφ.
Γκαιγόταν & καιγότανε προφ. καίγονταν & καιγόντανε προφ. & καιγόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήκαμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

καίω ρήμ.

  1. Σβάζω φωτιά, πυρπολώ
  2. Σαποτεφρώνω, απανθρακώνω: Στην αρχαία Αίγυπτο δεν έκαιγαν τους νεκρούς.
  3. Σζεματίζω2, τσουρουφλίζω1: Τον έκαψε ο ήλιος.
  4. Σζεματάω2: Καίει το μέτωπό του.
  5. Σκαταναλώνω4: Καίμε πολύ ρεύμα.
  6. Σβλάπτω2, ζημιώνω: Οι κασέτες τον καίνε.

καίει

  1. Σείναι καυτό: Έκαψε το νερό.
  2. Σείναι αναμμένο: Καίει το καλοριφέρ.
  3. Σβασανίζει, ταλανίζει: Αυτό το ερώτημα με έκαιγε.

καίγομαι

  1. Σεπείγομαι, βιάζομαι2: Καίγομαι να περάσω το μάθημα.
  2. Σφλέγομαι: Καίγεται από έρωτα.
  3. Σχάνω2: Παίζαμε τριάντα ένα και κάηκα. Ακερδίζω2

7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.