Λεξισκόπιο: ικανότατος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ι-κα-νό-τα-τος

Μορφολογία

ικανός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοικανόςοιικανοί
Γενικήτουικανούτωνικανών
Αιτιατικήτονικανότουςικανούς
Κλητική ικανέ ικανοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηικανήοιικανές
Γενικήτηςικανήςτωνικανών
Αιτιατικήτηνικανήτιςικανές
Κλητική ικανή ικανές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοικανόταικανά
Γενικήτουικανούτωνικανών
Αιτιατικήτοικανόταικανά
Κλητική ικανό ικανά

ικανότερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοικανότεροςοιικανότεροι
Γενικήτουικανότερουτωνικανότερων
Αιτιατικήτονικανότεροτουςικανότερους
Κλητική ικανότερε ικανότεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηικανότερηοιικανότερες
Γενικήτηςικανότερηςτωνικανότερων
Αιτιατικήτηνικανότερητιςικανότερες
Κλητική ικανότερη ικανότερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοικανότεροταικανότερα
Γενικήτουικανότερουτωνικανότερων
Αιτιατικήτοικανότεροταικανότερα
Κλητική ικανότερο ικανότερα

ικανότατος επίθ. υπερθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοικανότατοςοιικανότατοι
Γενικήτουικανότατουτωνικανότατων
Αιτιατικήτονικανότατοτουςικανότατους
Κλητική ικανότατε ικανότατοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηικανότατηοιικανότατες
Γενικήτηςικανότατηςτωνικανότατων
Αιτιατικήτηνικανότατητιςικανότατες
Κλητική ικανότατη ικανότατες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοικανότατοταικανότατα
Γενικήτουικανότατουτωνικανότατων
Αιτιατικήτοικανότατοταικανότατα
Κλητική ικανότατο ικανότατα

Συνώνυμα - Αντίθετα

ικανότατος επίθ.

βλ. ικανός


ικανός επίθ.

  1. Σάξιος: Τον θεωρώ ικανό για όλα. / Δε σ' έχω ικανό για τόσο σπουδαία πράγματα. Αανίκανος1
  2. Σεπαρκής1, ικανοποιητικός2: Δεν προσήλθε ικανός αριθμός συμβούλων στη συνεδρίαση.

8 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.