Λεξισκόπιο: ιδιαίτερος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ι-δι-αί-τε-ρος

Μορφολογία

ιδιαίτερος επίθ. συγκρ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοιδιαίτεροςοιιδιαίτεροι
Γενικήτουιδιαίτερου & ιδιαιτέρου λόγ. τωνιδιαίτερων & ιδιαιτέρων λόγ.
Αιτιατικήτονιδιαίτεροτουςιδιαίτερους & ιδιαιτέρους λόγ.
Κλητική ιδιαίτερε ιδιαίτεροι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηιδιαίτερη & ιδιαιτέρα λόγ. οιιδιαίτερες
Γενικήτηςιδιαίτερης & ιδιαιτέρας λόγ. τωνιδιαίτερων & ιδιαιτέρων λόγ.
Αιτιατικήτηνιδιαίτερη & ιδιαιτέρα λόγ. τιςιδιαίτερες
Κλητική ιδιαίτερη & ιδιαιτέρα λόγ.  ιδιαίτερες
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοιδιαίτεροταιδιαίτερα
Γενικήτουιδιαίτερου & ιδιαιτέρου λόγ. τωνιδιαίτερων & ιδιαιτέρων λόγ.
Αιτιατικήτοιδιαίτεροταιδιαίτερα
Κλητική ιδιαίτερο ιδιαίτερα

ιδιαίτερος ουσ. αρσ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοιδιαίτεροςοιιδιαίτεροι
Γενικήτουιδιαίτερου & ιδιαιτέρου λόγ. τωνιδιαίτερων & ιδιαιτέρων λόγ.
Αιτιατικήτονιδιαίτεροτουςιδιαίτερους & ιδιαιτέρους λόγ.
Κλητική ιδιαίτερε ιδιαίτεροι

ιδιαιτέρα ουσ. θηλ.

ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηιδιαιτέραοιιδιαίτερες
Γενικήτηςιδιαιτέραςτωνιδιαιτέρων
Αιτιατικήτηνιδιαιτέρατιςιδιαίτερες
Κλητική ιδιαιτέρα ιδιαίτερες

Συνώνυμα - Αντίθετα

ιδιαίτερος επίθ.

  1. Σατομικός1, προσωπικός1: Αποσύρθηκε στο ιδιαίτερό του δωμάτιο.
  2. Σιδιάζων λόγ.: ιδιαίτερο χαρακτηριστικό

9 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.