Λεξισκόπιο: θυσιάζομαι

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θυ-σι-ά-ζο-μαι

Μορφολογία

θυσιάζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθυσιάζωθυσιάζουμε & θυσιάζομε διαλ.
Βθυσιάζειςθυσιάζετε
Γθυσιάζειθυσιάζουν & θυσιάζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθυσίαζεθυσιάζετε
Ενεστώτας-Μετοχήθυσιάζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθυσίασαθυσιάσαμε
Βθυσίασεςθυσιάσατε
Γθυσίασεθυσίασαν & θυσιάσαν προφ. & θυσιάσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθυσιάσωθυσιάσουμε & θυσιάσομε διαλ.
Βθυσιάσειςθυσιάσετε
Γθυσιάσειθυσιάσουν & θυσιάσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθυσίασεθυσιάσετε & θυσιάστε
Αόριστος-Απαρέμφατοθυσιάσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθυσίαζαθυσιάζαμε
Βθυσίαζεςθυσιάζατε
Γθυσίαζεθυσίαζαν & θυσιάζαν προφ. & θυσιάζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθυσιάζομαιθυσιαζόμαστε
Βθυσιάζεσαιθυσιάζεστε & θυσιαζόσαστε προφ.
Γθυσιάζεταιθυσιάζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθυσιάζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήθυσιαζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθυσιάστηκα & θυσιάσθηκα λόγ. θυσιαστήκαμε & θυσιασθήκαμε λόγ.
Βθυσιάστηκες & θυσιάσθηκες λόγ. θυσιαστήκατε & θυσιασθήκατε λόγ.
Γθυσιάστηκε & θυσιάσθηκε λόγ. θυσιάστηκαν & θυσιάσθηκαν λόγ. & θυσιαστήκαν προφ. & θυσιαστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθυσιαστώ & θυσιασθώ λόγ. θυσιαστούμε & θυσιασθούμε λόγ.
Βθυσιαστείς & θυσιασθείς λόγ. θυσιαστείτε & θυσιασθείτε λόγ.
Γθυσιαστεί & θυσιασθεί λόγ. θυσιαστούν & θυσιασθούν λόγ. & θυσιασθούνε λόγ. & θυσιαστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθυσιάσουθυσιαστείτε & θυσιασθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοθυσιαστεί & θυσιασθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθυσιαζόμουν & θυσιαζόμουνα προφ. θυσιαζόμασταν & θυσιαζόμαστε
Βθυσιαζόσουν & θυσιαζόσουνα προφ. θυσιαζόσασταν & θυσιαζόσαστε προφ.
Γθυσιαζόταν & θυσιαζότανε προφ. θυσιάζονταν & θυσιαζόντανε προφ. & θυσιαζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήθυσιασμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

θυσιάζω ρήμ.

  1. Σ: κάνω θυσία, προσφέρω θυσία: Ο Αγαμέμνονας δέχτηκε να θυσιάσει την Ιφιγένεια.
  2. Σαπαρνούμαι: Θυσίασε τα νιάτα του για την καριέρα.

5 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.