Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
θρυμ-μα-τί-ζω
Μορφολογία
θρυμματίζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θρυμματίζω | θρυμματίζουμε & θρυμματίζομε διαλ. |
Β | θρυμματίζεις | θρυμματίζετε |
Γ | θρυμματίζει | θρυμματίζουν & θρυμματίζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | θρυμμάτιζε | θρυμματίζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | θρυμματίζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θρυμμάτισα | θρυμματίσαμε |
Β | θρυμμάτισες | θρυμματίσατε |
Γ | θρυμμάτισε | θρυμμάτισαν & θρυμματίσαν προφ. & θρυμματίσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θρυμματίσω | θρυμματίσουμε & θρυμματίσομε διαλ. |
Β | θρυμματίσεις | θρυμματίσετε |
Γ | θρυμματίσει | θρυμματίσουν & θρυμματίσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | θρυμμάτισε | θρυμματίστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | θρυμματίσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θρυμμάτιζα | θρυμματίζαμε |
Β | θρυμμάτιζες | θρυμματίζατε |
Γ | θρυμμάτιζε | θρυμμάτιζαν & θρυμματίζαν προφ. & θρυμματίζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θρυμματίζομαι | θρυμματιζόμαστε |
Β | θρυμματίζεσαι | θρυμματίζεστε & θρυμματιζόσαστε προφ. |
Γ | θρυμματίζεται | θρυμματίζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | θρυμματίζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | θρυμματιζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θρυμματίστηκα & θρυμματίσθηκα λόγ. | θρυμματιστήκαμε & θρυμματισθήκαμε λόγ. |
Β | θρυμματίστηκες & θρυμματίσθηκες λόγ. | θρυμματιστήκατε & θρυμματισθήκατε λόγ. |
Γ | θρυμματίστηκε & θρυμματίσθηκε λόγ. | θρυμματίστηκαν & θρυμματίσθηκαν λόγ. & θρυμματιστήκαν προφ. & θρυμματιστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θρυμματιστώ & θρυμματισθώ λόγ. | θρυμματιστούμε & θρυμματισθούμε λόγ. |
Β | θρυμματιστείς & θρυμματισθείς λόγ. | θρυμματιστείτε & θρυμματισθείτε λόγ. |
Γ | θρυμματιστεί & θρυμματισθεί λόγ. | θρυμματιστούν & θρυμματισθούν λόγ. & θρυμματισθούνε λόγ. & θρυμματιστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | θρυμματίσου | θρυμματιστείτε & θρυμματισθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | θρυμματιστεί & θρυμματισθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | θρυμματιζόμουν & θρυμματιζόμουνα προφ. | θρυμματιζόμασταν & θρυμματιζόμαστε |
Β | θρυμματιζόσουν & θρυμματιζόσουνα προφ. | θρυμματιζόσασταν & θρυμματιζόσαστε προφ. |
Γ | θρυμματιζόταν & θρυμματιζότανε προφ. | θρυμματίζονταν & θρυμματιζόντανε προφ. & θρυμματιζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | θρυμματισμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
θρυμματίζω ρήμ.
- Σ: θραύω1 λόγ., σπάω1
- Σ: συντρίβω
7 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.