Λεξισκόπιο: θησαυρίζω

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θη-σαυ-ρί-ζω

Μορφολογία

θησαυρίζω ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθησαυρίζωθησαυρίζουμε & θησαυρίζομε διαλ.
Βθησαυρίζειςθησαυρίζετε
Γθησαυρίζειθησαυρίζουν & θησαυρίζουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθησαύριζεθησαυρίζετε
Ενεστώτας-Μετοχήθησαυρίζοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθησαύρισαθησαυρίσαμε
Βθησαύρισεςθησαυρίσατε
Γθησαύρισεθησαύρισαν & θησαυρίσαν προφ. & θησαυρίσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθησαυρίσωθησαυρίσουμε & θησαυρίσομε διαλ.
Βθησαυρίσειςθησαυρίσετε
Γθησαυρίσειθησαυρίσουν & θησαυρίσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βθησαύρισεθησαυρίστε
Αόριστος-Απαρέμφατοθησαυρίσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθησαύριζαθησαυρίζαμε
Βθησαύριζεςθησαυρίζατε
Γθησαύριζεθησαύριζαν & θησαυρίζαν προφ. & θησαυρίζανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθησαυρίζομαιθησαυριζόμαστε
Βθησαυρίζεσαιθησαυρίζεστε & θησαυριζόσαστε προφ.
Γθησαυρίζεταιθησαυρίζονται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθησαυρίζεστε
Ενεστώτας-Μετοχήθησαυριζόμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθησαυρίστηκα & θησαυρίσθηκα λόγ. θησαυριστήκαμε & θησαυρισθήκαμε λόγ.
Βθησαυρίστηκες & θησαυρίσθηκες λόγ. θησαυριστήκατε & θησαυρισθήκατε λόγ.
Γθησαυρίστηκε & θησαυρίσθηκε λόγ. θησαυρίστηκαν & θησαυρίσθηκαν λόγ. & θησαυριστήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθησαυριστώ & θησαυρισθώ λόγ. θησαυριστούμε & θησαυρισθούμε λόγ.
Βθησαυριστείς & θησαυρισθείς λόγ. θησαυριστείτε & θησαυρισθείτε λόγ.
Γθησαυριστεί & θησαυρισθεί λόγ. θησαυριστούν & θησαυρισθούν λόγ. & θησαυρισθούνε λόγ. & θησαυριστούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
Πληθυντικός
Βθησαυριστείτε & θησαυρισθείτε λόγ.
Αόριστος-Απαρέμφατοθησαυριστεί & θησαυρισθεί λόγ.
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αθησαυριζόμουν & θησαυριζόμουνα προφ. θησαυριζόμασταν & θησαυριζόμαστε
Βθησαυριζόσουν & θησαυριζόσουνα προφ. θησαυριζόσασταν & θησαυριζόσαστε προφ.
Γθησαυριζόταν & θησαυριζότανε προφ. θησαυρίζονταν & θησαυριζόντανε προφ. & θησαυριζόντουσαν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήθησαυρισμένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

θησαυρίζω ρήμ.

Σπλουτίζω1


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.