Λεξισκόπιο: θεολογικός

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

θε-ο-λο-γι-κός

Μορφολογία

θεολογικός επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοθεολογικόςοιθεολογικοί
Γενικήτουθεολογικούτωνθεολογικών
Αιτιατικήτοθεολογικότουςθεολογικούς
Κλητική θεολογικέ θεολογικοί
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηθεολογικήοιθεολογικές
Γενικήτηςθεολογικήςτωνθεολογικών
Αιτιατικήτηθεολογικήτιςθεολογικές
Κλητική θεολογική θεολογικές
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοθεολογικόταθεολογικά
Γενικήτουθεολογικούτωνθεολογικών
Αιτιατικήτοθεολογικόταθεολογικά
Κλητική θεολογικό θεολογικά

Συνώνυμα - Αντίθετα

θεολογικός επίθ.

Σθρησκευτικός: θεολογική ερμηνεία

Προθήματα - Επιθήματα

θεο- [θeo]

θεό- [θeó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
θε- [θe] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το ουσιαστικό θεός.

1. Σχέση με το Θεό

Το θεο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο Θεό και στα θεία. Για παράδειγμα, όταν κάποιος είναι θεοσεβής σημαίνει ότι σέβεται το Θεό, ενώ ο θεόπνευστος είναι αυτός που έχει δεχτεί έμπνευση από το Θεό.

θεογνωσία

θεάρεστος, -η, -ο

θεοποιώ

θεογονία

θεογνωστικός, -ή, -ό

θεοδικία

θεοκατάρατος, -η, -ο

θεοκρατία

θεοκρατικός, -ή, -ό

θεολογία

θεόληπτος, -η, -ο

θεολόγος

θεολογικός, -ή, -ό

θεομηνία

θεόπνευστος, -η, -ο

Θεομήτωρ

θεοσεβής, -ής, -ές

θεομπαίχτης

θεοσεβούμενος, -η, -ο

θεοποίηση

θεόσταλτος, -η, -ο

θεοσοφία

θεοφοβούμενος, -η, -ο

Θεοτόκος

θεοφώτιστος, -η, -ο

Θεοφάνια

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το θεο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία ιδιότητα υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, ένα θεοσκότεινο δωμάτιο είναι πάρα πολύ σκοτεινό, ενώ ο θεονήστικος είναι τελείως νηστικός.

θεογκόμενα

θεόγυμνος, -η, -ο

θεόκουφος, -η, -ο

θεονήστικος, -η, -ο

θεοπάλαβος, -η, -ο

θεοσκότεινος, -η, -ο

θεόστραβος, -η, -ο

θεότρελος, -η, -ο

θεόφτωχος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το θεο- σχηματίζει και λέξεις που δηλώνουν (κατά την κρίση του ομιλητή) ότι ένα πράγμα έχει πολύ μεγάλο μέγεθος (π.χ. θεόσπιτο).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, καρα-*, κατα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Η λέξη θεόρατος προέρχεται από το επίθετο αθεώρητος (= που δεν μπορεί να ιδωθεί) το οποίο σχηματίζεται από το στερητικό α-* και το ρήμα θεωρώ.

-λογ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -λογ- αναφέρονται στην έκφραση λόγου, γνώμης και σκέψης ή στη συλλογή, συγκέντρωση πραγμάτων.Το συστατικό -λογ- προέρχεται από το ρήμα λέγω, το οποίο έχει δύο σημασίες: 1. λέω, εκφράζω 2. μαζεύω, συλλέγω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-λογάω [loγáo]

Πρόκειται για λέξεις του καθημερινού λόγου που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, λέμε ότι τραβολογάμε κάποιον όταν τον τραβάμε ξανά και ξανά με τρόπο που τον κουράζει ή τον εκνευρίζει.

κορφολογάω, μαδολογάω, παντρολογάω, τραβολογάω, τσιμπολογάω, χαζολογάω, χαϊδολογάω

-λογώ [loγó]

Τα περισσότερα ρήματα σε -λογώ αναφέρονται στην έκφραση μέσω του λόγου. Για παράδειγμα, όταν επιχειρηματολογούμε σχετικά με κάποιο θέμα εκφράζουμε τα επιχειρήματά μας πάνω σε αυτό· όταν κακολογούμε κάποιον μιλάμε σε βάρος του.

αισχρολογώ, αιτιολογώ, ακριβολογώ, αοριστολογώ, αστειολογώ, δευτερολογώ, δικαιολογώ, επιχειρηματολογώ, ηθικολογώ, θριαμβολογώ, κακολογώ, κινδυνολογώ, λασπολογώ, ομολογώ, παλιλλογώ, πιθανολογώ, πολιτικολογώ, σοβαρολογώ, χαριτολογώ, ψευδολογώ, ψυχολογώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Λιγότερα είναι τα ρήματα σε -λογώ που αναφέρονται στη συλλογή, συγκέντρωση. Για παράδειγμα, όταν κανείς στρατολογεί κάποιον τον κατατάσσει στο στρατιωτικό σώμα.

λημματολογώ, ναυτολογώ, νηολογώ, στρατολογώ

Τα ρήματα σε -λογώ μπορεί να έχουν και άλλες σημασίες. Για παράδειγμα, όταν κρυολογούμε παθαίνουμε κρυολόγημα· όταν πληκτρολογούμε ένα κείμενο το γράφουμε σε υπολογιστή πατώντας τα πλήκτρα· όταν το κράτος φορολογεί ένα προϊόν επιβάλλει το φόρο που του αναλογεί.

αξιολογώ, βαθμολογώ, δρομολογώ, ετυμολογώ, κοστολογώ, κρυολογώ, πληκτρολογώ, τιμολογώ, φορολογώ, χρονολογώ

✔ Δεν έχουν ενεργητική φωνή τα ρήματα απολογούμαι και φημολογείται (μόνο στο γ' πρόσωπο).

⇨ Με τη σημασία «λέγω» συναντούμε και κάποια λίγα ρήματα που τελειώνουν σε -λεκτώ, όπως κυριολεκτώ, ακυριολεκτώ (και σπανιότερα ακυρολεκτώ).

Ουσιαστικά

-λόγηση [lójisi]

Για παράδειγμα, όταν κάνουμε εξομολόγηση σε κάποιον του λέμε εμπιστευτικά τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μας· η συνθηκολόγηση είναι η συμφωνία (συνθήκη) μεταξύ νικητή και ηττημένου με την οποία τερματίζεται ένας πόλεμος.

αιτιολόγηση, ανθολόγηση, αξιολόγηση, βαθμολόγηση, εξομολόγηση, πληκτρολόγηση, σταχυολόγηση, συναρμολόγηση, συνθηκολόγηση, τιμολόγηση, φορολόγηση, χρονολόγηση

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Για παράδειγμα, η στρατολόγηση κάποιου είναι η κατάταξή του στο στρατιωτικό σώμα.

λημματολόγηση, ναυτολόγηση, νηολόγηση, στρατολόγηση

-λογία [lojía]

Για παράδειγμα, η ψευδολογία είναι η ενέργεια του να λέω ψέματα· οι περιττολογίες είναι οι περιττές κουβέντες· η σκανδαλολογία είναι η έντονη συζήτηση γύρω από πιθανά σκάνδαλα.

αιτιολογία, αναλογία, ανεκδοτολογία, αοριστολογία, απολογία, αστειολογία, βαθμολογία, δικαιολογία, εικοτολογία, επιχειρηματολογία, θεολογία, κακολογία, καλλιλογία, κινδυνολογία, μεθοδολογία, μορφολογία, ονοματολογία, περιττολογία, πιθανολογία, πολυλογία, σκανδαλολογία, στρατολογία, τριλογία, τροπολογία, χρονολογία, χυδαιολογία, ψευδολογία, ψυχοπαθολογία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Πολλές λέξεις σε -λογία αναφέρονται σε ορισμένο επιστημονικό κλάδο. Για παράδειγμα, η γλωσσολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τα γλωσσικά φαινόμενα· η ζωολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων.

ακτινολογία, αναισθησιολογία, αρχαιολογία, βιολογία, βυζαντινολογία, γεωλογία, γλωσσολογία, διαιτολογία, δραματολογία, εθνολογία, επιδημιολογία, ζωολογία, θεατρολογία, κοινωνιολογία, μετεωρολογία, μουσικολογία, νευρολογία, οικολογία, οφθαλμολογία, παθολογία, ποινικολογία, σεισμολογία, σπηλαιολογία, φιλολογία, φυτολογία, ψυχολογία

✔ Σπάνια, στον προφορικό λόγο, συναντούμε το -λογία και ως -λογιά.

κακολογιά, πολυλογιά

✔ Κάποιες λέξεις σε -λογιά αναφέρονται σε σύνολο ανθρώπων. Για παράδειγμα, η φτωχολογιά είναι το σύνολο των φτωχών ανθρώπων.

τουρκολογιά, φτωχολογιά

-λόγιο [lójio]

Για παράδειγμα, στο απουσιολόγιο καταγράφονται τα ονόματα όσων απουσιάζουν από το μάθημα· το δρομολόγιο ενός τρένου είναι η προγραμματισμένη αναχώρησή του προς ορισμένο προορισμό αλλά και η καθορισμένη διαδρομή που ακολουθεί.

αναλόγιο, απουσιολόγιο, βαθμολόγιο, δειγματολόγιο, δημοτολόγιο, δρομολόγιο, εορτολόγιο, ερωτηματολόγιο, ημερολόγιο, κοστολόγιο, κτηματολόγιο, λεξιλόγιο, λημματολόγιο, ναυτολόγιο, νηολόγιο, πελατολόγιο, πληκτρολόγιο, συνταγολόγιο, τιμολόγιο, φρασεολόγιο, φυτολόγιο, χρωματολόγιο

-λογο [loγo]

Για παράδειγμα, όταν κάποιος μιλάει με μισόλογα δε λέει ξεκάθαρα αυτό που θέλει να πει, μασάει τα λόγια του.

βρομόλογο, γλυκόλογο, ερωτόλογο, μισόλογα (στον πληθ.), προστυχόλογο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(οικον.) Στο οικονομικό λεξιλόγιο, το ομόλογο είναι χρηματιστηριακός τίτλος (είδος μετοχής) που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται στον κάτοχό του μετά τη λήξη του δανείου στην ονομαστική του τιμή.

ευρωομόλογο, ομόλογο

-λογος [loγos]

Για παράδειγμα, ο διάλογος είναι συζήτηση μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων γύρω από ένα θέμα· ο πρόλογος είναι το εισαγωγικό μέρος ενός κειμένου ή μιας ομιλίας· ο σύλλογος είναι ομάδα ανθρώπων με κοινό στόχο και δράση. Κάποιες λέξεις σε -λογος αναφέρονται σε πρόσωπα (φιλόλογος, δωσίλογος).

αντίλογος, δεκάλογος, διάλογος, δωσίλογος, επίλογος, κατάλογος, μονόλογος, πρόλογος, σύλλογος, τιμοκατάλογος, φιλόλογος

-λόγος [lóγos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο ηθικολόγος είναι αυτός που ηθικολογεί, που κρίνει πολύ αυστηρά τις πράξεις των άλλων με βάση την ηθκή· ο απουσιολόγος είναι ο υπεύθυνος για την καταγραφή του απουσιολογίου.

ανεκδοτολόγος, απουσιολόγος, ηθικολόγος, ναυτολόγος, στρατολόγος, ψευδολόγος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Λέξεις σε -λόγος αναφέρονται σε ειδικό επιστήμονα. Για παράδειγμα, ο γλωσσολόγος είναι ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γλωσσολογία· ο παθολόγος είναι ο γιατρός που ασκεί τη γενική ιατρική.

ακτινολόγος, αναισθησιολόγος, αρχαιολόγος, βιολόγος, βυζαντινολόγος, γεωλόγος, γλωσσολόγος, γυναικολόγος, δερματολόγος, διαιτολόγος, εθνολόγος, ζωολόγος, θεατρολόγος, θεολόγος, κοινωνιολόγος, μετεωρολόγος, μουσικολόγος, νευρολόγος, οικολόγος, οικονομολόγος, οφθαλμολόγος, παθολόγος, ποινικολόγος, σεισμολόγος, σπηλαιολόγος, φυτολόγος, ψυχολόγος

-λόι [lói]

Στον προφορικό λόγο, λέξεις με βʹ συστατικό -λόι δηλώνουν ένα σύνολο όμοιων προσώπων ή πραγμάτων. Για παράδειγμα, το συγγενολόι είναι το σύνολο των συγγενών. Κάποιες άλλες λέξεις δηλώνουν απλώς αντικείμενα (π.χ. ρολόι, κομπολόι).

αρχοντολόι, κομπολόι, κουβεντολόι, μοιρολόι, παπαδολόι, ρολόι, σκυλολόι, συγγενολόι

Επίθετα

-λόγητος [lójitos], -λόγητη, -λόγητο

Για παράδειγμα, ασυναρμολόγητο είναι κάτι που δεν το έχουν ακόμη συναρμολογήσει.

αβαθμολόγητος, αδασμολόγητος, αδικαιολόγητος, ασυναρμολόγητος, αχρονολόγητος

✔ Αυτά τα επίθετα σχηματίζονται με το στερητικό α-*.

-λογικός [lojikós], -λογική, -λογικό

Για παράδειγμα, μια αοριστολογική ομιλία χαρακτηρίζεται από αοριστολογία· μια κοινωνιολογική έρευνα σχετίζεται με την κοινωνιολογία· ένα στρατολογικό έγγραφο σχετίζεται με τη στρατολογία.

αιματολογικός, ανεκδοτολογικός, ανθρωπολογικός, αοριστολογικός, βαθμολογικός, βοτανολογικός, γλωσσολογικός, εγκληματολογικός, εθνολογικός, ηθικολογικός, ηλεκτρολογικός, θεολογικός, καρδιολογικός, κοινωνιολογικός, μικροβιολογικός, μουσικολογικός, οικολογικός, οικονομολογικός, οφθαλμολογικός, πιθανολογικός, σεισμολογικός, σκανδαλολογικός, στρατολογικός, φρασεολογικός, χρονολογικός, ψυχολογικός

-λογος [loγos], -λογη, -λογο

Για παράδειγμα, αξιόλογο είναι κάτι που είναι άξιο λόγου, δηλαδή ιδιαίτερα καλό ή σημαντικό· κάποιος που είναι ετοιμόλογος δίνει γρήγορες και εύστοχες απαντήσεις.

αξιόλογος, γενικόλογος, γλυκόλογος, έλλογος, ετοιμόλογος, εύλογος, λιγόλογος, παράλογος, πολύλογος

-λόγος [lóγos], -λόγος/-λόγα, -λόγο

Για παράδειγμα, ο ακριβολόγος είναι αυτός που ακριβολογεί· ο συμφεροντολόγος είναι αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον.

αισχρολόγος, ακριβολόγος, καυχησιολόγος, κινδυνολόγος, λεπτολόγος, παραδοξολόγος, περιαυτολόγος, προχειρολόγος, συμφεροντολόγος, χυδαιολόγος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα συνηθίζονται ως ουσιαστικά (π.χ. ψευδολόγος, συμφεροντολόγος).


7 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.