Λεξισκόπιο: ζωογονώ

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

ζω-ο-γο-νώ

Μορφολογία

ζωογονώ ρήμ.

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζωογονώζωογονούμε
Βζωογονείςζωογονείτε
Γζωογονείζωογονούν & ζωογονούνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βζωογονείτε
Ενεστώτας-Μετοχήζωογονώντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζωογόνησαζωογονήσαμε
Βζωογόνησεςζωογονήσατε
Γζωογόνησεζωογόνησαν & ζωογονήσανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζωογονήσωζωογονήσουμε & ζωογονήσομε διαλ.
Βζωογονήσειςζωογονήσετε
Γζωογονήσειζωογονήσουν & ζωογονήσουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βζωογόνησεζωογονήσετε & ζωογονήστε
Αόριστος-Απαρέμφατοζωογονήσει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζωογονούσαζωογονούσαμε
Βζωογονούσεςζωογονούσατε
Γζωογονούσεζωογονούσαν & ζωογονούσανε προφ.
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζωογονούμαιζωογονούμαστε προφ.
Βζωογονείσαιζωογονείστε & ζωογονείσθε λόγ.
Γζωογονείταιζωογονούνται
Ενεστώτας-Προστακτική
Πληθυντικός
Βζωογονείστε & ζωογονείσθε λόγ.
Ενεστώτας-Μετοχήζωογονούμενος
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζωογονήθηκαζωογονηθήκαμε
Βζωογονήθηκεςζωογονηθήκατε
Γζωογονήθηκεζωογονήθηκαν & ζωογονηθήκανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζωογονηθώζωογονηθούμε
Βζωογονηθείςζωογονηθείτε
Γζωογονηθείζωογονηθούν & ζωογονηθούνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βζωογονήσουζωογονηθείτε
Αόριστος-Απαρέμφατοζωογονηθεί
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αζωογονούμουν προφ. ζωογονούμασταν προφ. & ζωογονούμαστε προφ.
Β------
Γζωογονείτο λόγ. & ζωογονούνταν προφ. ζωογονούντο λόγ. & ζωογονούνταν προφ.
Παρακείμενος-Μετοχήζωογονημένος

Συνώνυμα - Αντίθετα

ζωογονώ ρήμ.

  1. Σαναζωογονώ1, ανανεώνω3
  2. Σεμψυχώνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω

Προθήματα - Επιθήματα

-γον-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γον- αναφέρονται στη δημιουργία κάποιου πράγματος ή φαινομένου.Το συστατικό -γον- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γίγνομαι (= γίνομαι) (πρβ. γόνος). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-γονώ [γonó]

Για παράδειγμα, το φως του ήλιου ζωογονεί τη φύση, δηλαδή της δίνει ζωή.

αναζωογονώ, ζωογονώ, παιδογονώ (σπάνιο), τεκνογονώ (σπάνιο)

Ουσιαστικά

-γόνηση [γónisi] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, η αναζωογόνηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναζωογονώ.

αναζωογόνηση, ζωογόνηση

-γονία [γonía]

Για παράδειγμα, η κοσμογονία είναι η δημιουργία του κόσμου, του σύμπαντος.

ανθρωπογονία, αρχεγονία, βιογονία, εμβρυογονία, ευγονία, ζωογονία, θεογονία, κοσμογονία, οντογονία, παιδογονία, τεκνογονία, φυλογονία, ωογονία

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γένεση*.

-γόνο [γóno]

(επιστημ.) Πρόκειται για λέξεις της βιολογίας και της χημείας.

αλογόνο (χημ.), αντιγόνο (βιολ.), γλυκογόνο (βιολ.), κολλαγόνο (βιολ.), οξυγόνο (χημ.), υδρογόνο (χημ.)

-γονος [γonos]

Για παράδειγμα, οι πρόγονοί μας είναι αυτοί που έζησαν πριν από μας και από τους οποίους καταγόμαστε.

απόγονος, επίγονος, πρόγονος

Επίθετα

-γονικός [γonikós], -γονική, -γονικό

Για παράδειγμα, το πατρογονικό σπίτι είναι το σπίτι που ανήκει στους γονείς, στην οικογένεια.

ανθρωπογονικός, ευγονικός, κοσμογονικός, μονογονικός (και συχνότερα μονογονεϊκός), πατρογονικός, προγονικός, υδρογονικός (χημ.)

-γονος [γonos], -γονη, -γονο

Για παράδειγμα, αρχέγονο φως είναι το πρώτο φως, το φως που αναφέρεται στην αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος.

άγονος, αρχέγονος, πρωτόγονος

-γόνος [γónos], -γόνος/-γόνα, -γόνο

Για παράδειγμα, καρκινογόνα είναι η ουσία που μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.

αλλεργιογόνος, αναισθησιογόνος, ανδρογόνος, ασφυξιογόνος, βλεννογόνος, δακρυγόνος, ερωτογόνος, ζημιογόνος, καπνογόνος, καρκινογόνος, ογκογόνος, παθογόνος, παραισθησιογόνος, ρυπογόνος, σιελογόνος, σμηγματογόνος, στρεσογόνος

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γενής*.


4 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.